Είδαμε: Πόλεμος & Ειρήνη σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη / www.debop.gr

Είδαμε: Πόλεμος & Ειρήνη σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη | Μια σημαντική θεατρική στιγμή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Είδαμε: Πόλεμος & Ειρήνη σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη | Μια σημαντική θεατρική στιγμή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Το ογκοδέστατο έργο του Λέοντος Τολστόι δημοσιεύτηκε στην πλήρη του μορφή το 1869. Ως τότε δημοσιευόταν σε συνέχειες στο περιοδικό «Russkiy Vestink» (1865-1867), με τον τίτλο Η χρονιά του 1805. Το επικό, τόσο για την έκταση, όσο και για την αποδοχή του, διαστάσεων έργο καταγράφει λεπτομερώς τη γαλλική εισβολή στη Ρωσία (1812, ιστορικό γεγονός καταγεγραμμένο ως «Πατριωτικός Πόλεμος»), καθώς και τον αντίκτυπο της κυριαρχίας του Ναπολέοντα στη τσαρική κοινωνία, όπως σκιαγραφείται από την οπτική πέντε οικογενειών της αριστοκρατίας. Για την ιστορία ο πόλεμος έληξε με τη συντριβή των δυνάμεων του Ναπολέοντα.

 

Η βαθιά και αναλυτική ανατομία της ατομικής και ομαδικής ψυχής, η αριστοτεχνική απεικόνιση προσώπων και τόπων και ο πλούτος της γλώσσας, κάνουν το Πόλεμος και Ειρήνη ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα. Αρχική πρόθεση του συγγραφέα ήταν να εστιάσει στο γνωστό γεγονός της στάσης των Δεκεμβριστών (1825), άλλαξε όμως τη σύλληψή του όταν το ενδιαφέρον του μετατοπίστηκε στις λαϊκές μάζες. Η αφήγηση δομείται κυρίως γύρω από τη ζωή των οικογενειών Μπαλκόνσκι και Ροστώφ, τις δραστηριότητες του νεαρού κόμη Πιερ Μπεζούχωφ, καθώς και των συγγενών τους. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη των χαρακτήρων, όπως προκύπτει σε ένα σκηνικό πολέμου, προελάσεων, συμπτύξεων, ελιγμών, που παρουσιάζονται σαν νίκες ή ήττες ανάλογα με την οπτική γωνία. Μέσα σε αυτήν τη θολή ατμόσφαιρα ο Τολστόι καταγράφει, μεταξύ άλλων, πώς ένας αφελής πλούσιος νέος (Πιερ Μπεζούχωφ) σταδιακά αντιλαμβάνεται ότι τα σπουδαιότερα αγαθά δεν αγοράζονται με χρήματα, πώς η άβουλη πριγκίπισσα Μαρία (Μπαλκόνσκαγια) γίνεται έρμαιο της αγάπης της, πώς η νεαρή κόμισσα Νατάσα Ροστόβα ωριμάζει διδασκόμενη από τα λάθη της. Γύρω τους συνυπάρχουν και άλλοι, δευτερεύοντες χαρακτήρες, ενώ δεν απουσιάζουν οι αναφορές στα γεγονότα που σημάδεψαν την έκβαση της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία, όπως η πυρπόληση της Μόσχας και η πτώση του Ναπολέοντα. Όμως, ο συγγραφέας προχωρά περισσότερο από το να αποδώσει απλώς αυτά τα αποτελέσματα σε ευφυείς ή ατυχείς επιλογές του στρατηγού Κουτούζωφ και του Ναπολέοντα. Εκθέτει, κάποτε με έντονο διδακτισμό, την ψυχοσύνθεση των λαών που συγκρούστηκαν, τις συνολικές συνέπειες που επιφυλάσσει ο πόλεμος στα εμπλεκόμενα μέρη και τις αφανείς ως επί το πλείστον λεπτομέρειες που ορίζουν το αποτέλεσμα της έκβασης. Εντυπωσιακό είναι ότι τις σελίδες του έργου διαπερνούν εκατοντάδες πρόσωπα, που έρχονται και παρέρχονται, δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω. Αν και ο χαρακτήρας του έργου είναι κατά κύριο λόγο αφηγηματικός, η κατάληξή του έχει φιλοσοφική χροιά.

 

Η Παράσταση

Εξαρχής το ανέβασμα του έπους αυτού στο θεατρικό σανίδι ήταν ένα παράτολμο στοίχημα, που εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι κερδήθηκε. Ας αρχίσουμε από τα επιμέρους αλλά σημαντικά για την περίσταση: Άξιο το κατόρθωμα (Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης) της αποδελτίωσης των 1600 σελίδων του πρωτότυπου σε 100 περίπου σελίδες μεστού θεατρικού κειμένου, επιμερισμένου σε δέκα σκηνές, ικανοποιητικές για να αποδώσουν την ουσία του έργου (κυκλοφορεί από την «Κάπα Εκδοτική»). Ωραία και άκρως βοηθητική για τον στόχο αυτό η επινόηση ρόλου αφηγητή, εν προκειμένω του συγγραφέα που αναλαμβάνει να μας “ξεναγήσει” ο ίδιος στις σελίδες του δημιουργήματός του. Η απλή έναρξη με τον “Τολστόι” επί σκηνής (τον υποδύεται ο Κώστας Καζάκος), λειτουργεί ως διαφωτιστική εισαγωγή, που δίνεται με αμεσότητα, προκειμένου να ενταχθούμε στην εκτενή ιστορία με τις πολλές πτυχές και τα πολλά πρόσωπα. Κέντρο βάρους αποτελεί ο Ναπολέοντας, αυτός είναι ο κινητήριος μοχλός της δράσης και της εξέλιξής της, τα ιστορικά γεγονότα, λόγου χάρη ο εμπρησμός της Μόσχας από τους κατοίκους της, κινούνται γύρω από αυτόν. Από την άλλη, οι αστικοί ευγενείς “αναλαμβάνουν ρόλο” στρατιωτών. Τα συναισθήματα είναι άμεσα συνυφασμένα με την έκβαση του πολέμου, τα γεγονότα δεν ακολουθούν μια αυστηρή χρονική πορεία, αναμειγνύονται κιόλας, δημιουργώντας έτσι, εμμέσως και πιο ελεύθερα, μια οπτική διαχρονικότητας. Καθαρή η σκηνοθετική ματιά της Ιόλης Ανδρεάδη, χωρίς εντυπωσιασμούς αλλά με πηγαία αισθητική που “γεμίζει” τη μεγάλη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Και αυτό είναι το κύριο προσόν της παράστασης, το εικαστικό σύμπαν μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα. Υπέροχοι φωτισμοί ανά σκηνή (αξίζουν εύσημα στη Στέβη Κουτσοθανάση) δημιουργούν μεγάλους καμβάδες μέσα στους οποίους εξελίσσεται η δράση κάθε φορά, σαν πίνακες ζωγραφικής που ζωντανεύουν. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η μουσική του Γιάννη Χριστοφίδη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια (Δήμητρα Λιάκουρα), αν και λιτά, μας εισάγουν στη ρωσική κοινωνία της εποχής. Στο έργο, όπως και στη διασκευή, παρουσιάζονται οι δύο κόσμοι, του Αντρέι Μπαλκόνσκι, τον υποδύεται ικανοποιητικά ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης και του Πιερ Μπεζούχωφ, ερμηνευμένου υποδειγματικά από τον Κωνσταντίνο Μπιμπή, που ξεχωρίζει τόσο για την άρθρωση, όσο και την κίνησή του. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, παρουσιάζεται από τον Γεράσιμο Γεννατά περισσότερο ως καρικατούρα και λιγότερο ως στέρεος ρόλος, όπου πιθανόν θα είχε και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στους γυναικείους ρόλους προκρίναμε τη Νεφέλη Κουρή, που υποδύεται με φυσικότητα την ανέμελη Νατάσα Ροστόβα, ενώ ιδιαίτερα θετική ήταν και η παρουσία της Βασιλικής Τρουφάκου (Ελέν Κουράγκινα), υποδυόμενη μια γυναίκα που πασχίζει να φαίνεται διαφορετική από ό,τι είναι. Ασφαλώς η μερίδα του λέοντος ανήκει στον Κώστα Καζάκο, που τόσο στον ρόλο του αφηγητή (Λέων Τολστόι), όσο και του στρατηγού Κουτούζωφ δίνει μια έμπειρη, πληθωρική ερμηνεία παλαιάς κοπής, ταιριαστής και εδώ, καθώς και στη Ρούλα Πατεράκη, που ως σύντροφος του Τολστόι αλλά και Άννα Πάβλοβνα βρίσκεται σε μια σπουδαία ερμηνευτική στιγμή, αμφότεροι κερδίζουν -δίκαια- τις εντυπώσεις. Σε μικρότερους ρόλους ο Κώστας Νικούλι (Νικολάι Ροστώφ), η Τζένη Κόλλια (Μάρια Μπαλκόνσκαγια), η Εστέλλα Κοπάνου (Λίζα Μπαλκόνσκαγια) και ο Ανδρέας Κανελλόπουλος (Ανατόλ Κουράγκιν) συμπληρώνουν επαρκώς τον επινοημένο θεατρικό καμβά του Τολστόι. Το δεύτερο μέρος της συνολικά τρίωρης παράστασης κυλάει πιο γοργά και συγκριτικά με μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το πρώτο, καθώς εστιάζει λιγότερο στα πολεμικά γεγονότα και περισσότερο στην ανθρώπινη πλευρά, στον έρωτα, στην απώλεια, στα συναισθήματά τους.

 

Σύνολο: Ρεαλιστική αφήγηση, φροντισμένη στη λεπτομέρειά της, συνδυάζει ποικιλοτρόπως τη γοητεία του κλασικού με τη φρέσκια διάθεση, όπως αυτή αποτυπώνεται πρωτίστως στην καλαίσθητη εικονοποιία, οδηγώντας και σε γενικό αποτέλεσμα καλής αίσθησης.  

 

FOLLOW US

Youtube Instagram
Gravity custom web