Αφιέρωμα: Kathimerini.gr // Δημήτρης Ρηγόπουλος
Κατερίνα Ευαγγελάτου: «Οι απώλειες με έκαναν πιο δυνατή»
Λίγο πριν κλείσει τα έξι χρόνια της, ζήτησε από τους γονείς της να παίξει στους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου, μια μεγάλη διεθνή επιτυχία του Αμφι-Θεάτρου που έκανε μία από τις πολλές επαναλήψεις της και για την οποία αναζητούσαν ένα παιδάκι για μια παράσταση στο Αρχαίο Ωδείο Πάτρας.
Μερικές δεκαετίες μετά, η Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι μία από τις πιο αναγνωρίσιμες (και αναγνωρισμένες) σκηνοθετικές φωνές της χώρας. Δεν φοβάται να αναμετρηθεί με μερικά από τα πιο σημαντικά κείμενα του παγκόσμιου θεάτρου, και αυτό κάνει από τις 22 Φεβρουαρίου με τον «Βόυτσεκ» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το ανολοκλήρωτο αριστούργημα του Γκέοργκ Μπίχνερ. Η παράσταση προτείνει μια νέα διασκευή, έναν νέο τρόπο κατάταξης των σκηνών του ημιτελούς έργου.
«Το κείμενο περιέχει ολόκληρες ηπείρους ανθρώπινης αβύσσου, ουρανού και κόλασης σε 29 σύντομες σκηνές», συνοψίζει στο δελτίο Τύπου η Κατερίνα Ευαγγελάτου. Αλλά για εμάς ο «Βόυτσεκ» δεν είναι παρά η αφορμή για να δούμε από κοντά τη γυναίκα που έπαψε πολύ γρήγορα να είναι απλώς η όμορφη κόρη του αείμνηστου Σπύρου Α. Ευαγγελάτου.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση η Πάτρα δεν ήταν καν η αρχή. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου θυμάται όλα της τα παιδικά χρόνια βουτηγμένη μέσα στο θέατρο, από την Επίδαυρο μέχρι τα παρασκήνια του Αμφι-Θεάτρου. Αλλά το γεγονός ότι βρέθηκε να δουλεύει σε αυτό δεν ήταν (τουλάχιστον για την ίδια) μια καθόλου αυτονόητη πορεία. «Το ένστικτό μου, όπως και ο τρόπος που επέλεξα να σπουδάσω και να πορευτώ στην τέχνη, είναι αποτέλεσμα καθαρά προσωπικών –καθόλου εύκολων– επιλογών. Βλέπω τώρα πως θα ήταν αδύνατον να ασχοληθώ σοβαρά με κάτι άλλο και να είμαι ευτυχισμένη».
Τι με τραβάει στα μεγάλα κείμενα
Ο «Βόυτσεκ» έκλεισε τις δύο πρώτες εβδομάδες παραστάσεων. Αλήθεια, πώς είναι η Κατερίνα Ευαγγελάτου λίγο πριν από την πρεμιέρα και λίγο μετά από αυτήν; Πότε είναι το ζενίθ της αγωνίας; Και μετά, τι; Χαλαρώνει; Παρακολουθεί τις παραστάσεις; Ή το μυαλό ταξιδεύει στην επόμενη παραγωγή; «Η αγωνία είναι πάντα εκεί και φτάνει σε απροσμέτρητα ύψη την ημέρα της πρεμιέρας, που δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Ακολουθεί μια αγωνία διαρκής για την πρόσληψη της παράστασης από κοινό και ειδικούς, και για την ανάπτυξή της, την καλλιτεχνική ωρίμασή της εννοώ, καθώς οι παραστάσεις προχωρούν. Παρακολουθώ σχεδόν κάθε βράδυ την παράσταση –ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό– και είμαι κοντά στους ηθοποιούς, όπως ο προπονητής με τους αθλητές την ώρα του ματς».
Με τον καιρό επιτρέπει στον εαυτό της να απομακρυνθεί για κάποιες ημέρες, ασχολείται με άλλα πράγματα και ένα μέρος του μυαλού της είναι στραμμένο στο επόμενο έργο («Άμλετ»). «Φέτος, μου έχω δώσει έξι ολόκληρους μήνες μέχρι την έναρξη των επόμενων δοκιμών. Πάντα προσπαθώ να έχω ένα καλό διάστημα προετοιμασίας μεταξύ των παραγωγών. Φέτος, επειδή είχα δύο παραγωγές τον χειμώνα, αλλά και επειδή πρέπει να μελετήσω έναν ογκόλιθο του παγκόσμιου δραματολογίου, το διάστημα ήταν εντελώς απαραίτητο να “επιμηκυνθεί”. Θα μεσολαβήσει ένας μήνας στη Νέα Υόρκη, όπου θα έχω την τιμή να δώσω μια σειρά διαλέξεων και εργαστηρίων, ως προσκεκλημένη του τμήματος Ελληνικών Σπουδών του New York University». Είναι ενθουσιασμένη με αυτή την προοπτική.
«Βόυτσεκ» τώρα, «Άμλετ» το φθινόπωρο και τόσα άλλα σπουδαία κείμενα στο παρελθόν. Έχει σκεφτεί ποτέ τι την τραβάει προς τα εκεί; «Νομίζω ότι εκείνο που με τραβάει προς τα μεγάλα έργα είναι η διαρκής διεύρυνση του πεδίου, η εμβάθυνση στις αναπάντητες, διαχρονικές ανθρώπινες αναζητήσεις, η καταβύθιση στις αβύσσους της ψυχής και του νου, η περιπλάνηση στις λεωφόρους της ιστορίας και της φιλοσοφίας, όλα αυτά με σαγηνεύουν. Μέσα σε τέτοια μνημειώδη “αερόστατα” επιθυμώ να εργαστώ με τους ηθοποιούς, με τέτοια οχήματα...»
Και θεωρεί την ημιτελή μορφή του «Βόυτσεκ» ένα τεράστιο δώρο για τον σκηνοθέτη. «Τον “Βόυτσεκ” τον έχω στο προσκεφάλι μου από παιδί, μαζί με τον “Άμλετ”. Είναι δύο έργα στα οποία επανέρχομαι και τα αγαπώ ιδιαίτερα. Είναι γνωστή η αγάπη που έτρεφε ο Μπίχνερ για τον Σαίξπηρ και βρίσκω μια υπόγεια συγγένεια ανάμεσα στα δύο κεντρικά πρόσωπα των έργων αυτών». Η Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι γνωστή στον κόσμο του θεάτρου για την εργατικότητα και τη μεθοδικότητά της. Για τις ανάγκες της παραγωγής του «Βόυτσεκ» μελέτησε και τα τέσσερα χειρόγραφα του Μπίχνερ, αλλά και πολλές από τις διαφορετικές εκδοχές των ερευνητών. Καμία έκπληξη: το καλοκαίρι του 2017, στη σκηνοθετική της πρεμιέρα στην Επίδαυρο με την «Άλκηστη» του Ευριπίδη, διάβασε όλα τα έργα του αρχαίου δράματος!
«Στην περίπτωση του “Βόυτσεκ” δοκιμάζαμε για αρκετό καιρό διαφορετικές εκδοχές για τη δομή της παράστασης, μεταθέτοντας τα φύλλα του ντοσιέ μπρος πίσω. Αυτή η πρωτόγνωρη διαδικασία φάνηκε να λειτουργεί αποκαλυπτικά για τη φύση του έργου και φώτιζε με εντελώς διαφορετικό τρόπο τα πρόσωπα, τις σχέσεις και την όλη σύλληψη. Τελικά, καταλήξαμε στη δομή που παρουσιάζεται σήμερα επί σκηνής».
Απώλειες και δύναμη
Αποτολμώ μια όχι εύκολη ερώτηση: Έχετε την αίσθηση ότι μετά την απώλεια του πατέρα σας παίρνετε περισσότερα ρίσκα στη σκηνοθετική σας δουλειά; «Ο πατέρας μου, όπως και η μητέρα μου, μας μεγάλωσαν με τεράστια ελευθερία. Δεν ένιωσα ποτέ καταπιεσμένη από την καλλιτεχνική παρουσία τους και δεν νιώθω απελευθερωμένη από την απουσία τους». Η απώλεια αγαπημένων προσώπων δεν είναι ξένη στην Κατερίνα Ευαγγελάτου. Από το 2006 μέχρι το 2017 έχασε μητέρα, αδελφό και πατέρα. Τη ρωτάω για τον αντίκτυπο στη ζωή, αλλά και στη δουλειά της στο θέατρο. «Η απώλεια είναι ένα κομμάτι μου, ένα τεράστιο κομμάτι μου, αλλά κομμάτι. Δηλαδή ένα από τα πάμπολλα στοιχεία που με αποτελούν. Έχω καταφέρει να δυναμώσω μέσα από το πένθος και προσπαθώ να το μετουσιώσω σε δημιουργική ορμή. Η δύναμη και η λαχτάρα για την τέχνη μου είναι όμως στοιχεία του χαρακτήρα μου που προϋπήρχαν της απώλειας. Νιώθω ότι ίσως, κατά έναν παράξενο τρόπο, το σκοτάδι της απώλειας των πιο δικών μου ανθρώπων με συγκρατεί δυνατή και προσγειωμένη, αλλά ταυτόχρονα με εμπνέει και με σπρώχνει σε μια διαρκή κίνηση προς κάπου...» ■
Δείτε όλο το δημοσιέυμα εδω