Κριτική Θεάτρου - Της Μαρίκας Θωμαδάκη
«Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Ο έξοχος «Θείος Βάνια» του Γιώργου Κιμούλη οδηγεί την ρεαλιστική αισθητική σε μία σχεδόν ακραία έκφανση δεδομένου ότι διερευνά τις πολυσχιδείς σχέσεις της ανθρώπινης οντότητας με μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα που προσπαθεί να κρατηθεί άφοβα στο τεντωμένο σκοινί των προκλήσεων. Αν ο Βάνια του Τσέχωφ φοβάται κάποιον αυτός είναι ο ίδιος ο ηθοποιός που τον υποδύεται στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς: Ο Γιώργος Κιμούλης δείχνει να έχει από όλα κουραστεί, απογοητευτεί και καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες να εξορκίσει την αδράνεια, το ψυχικό άδειασμα και εν τέλει την παραίτηση. Όμως, τόσο το πρόσωπο της αναφοράς, ο Βάνια του Τσέχωφ, όσο και ο εξαιρετικός καλλιτέχνης του θεάτρου μας Γιώργος Κιμούλης, στην απευθυντική, από την θεατρική του σκοπιά, δυναμική του, απεκδύονται τα άμφια της αγιοσύνης για να κοινωνήσουν το βέβηλο της απελπισίας. Στο τέλος χάνεις, όπως λέμε, τον λογαριασμό. Ο ήρωας αναζητεί απεγνωσμένα τον ηθοποιό, ιδεοποιό του, την ίδια στιγμή που ο χωροχρόνος απλώνεται σαν ένας τεράστιος τόπος εκεί όπου παλαιώνεται ο καιρός.
Επισημαίνουμε, ωσαύτως, ότι όλοι οι χαρακτήρες που παρελαύνουν, στο πλαίσιο της πλοκής, διανύουν σε άμεση μάλιστα επαφή διακεκριμένες διαδρομές που καταλύουν το οχυρό της μίας και ενιαίας αισθητικής. Η σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη αφήνει παραθυρόφυλλα ορθάνοιχτα και, εκεί, σε κάποιο διάκενο, δημιουργείται η ρωγμή και η ρήξη. Όλοι συγκρούονται με όλους ενώ κάθε ένας ξεχωριστά συγκρούεται με τις ιδέες του και με τις λειτουργίες τις οποίες εκφράζει. Έτσι, στο ζω-γραφικό της σύνολο, η παράσταση ταλαντεύεται χαρούμενα και με κάποια δόση ηδυπάθειας, στους ρυθμούς της μελαγχολίας διατηρώντας τη ρεαλιστική γραμμή του Κιμούλη. Ο σκηνοθέτης επιτρέπει εν τούτοις ορισμένες αποκλίσεις από αυτοοριζόμενες ενέργειες των ηθοποιών, που «ξεστρατίζουν» προς ένα τόπο συναθροίσεως πολυδυναμικών αποχρώσεων της αισθητικής του ρεαλισμού που δεσπόζει. Σε ορισμένα μάλιστα στιγμιότυπα η αισθητική γίνεται, θα λέγαμε, μοντερνιζούσα προωθώντας με ευκολία το μεταμοντέρνο. Αυτές οι στιγμές ελευθερώνουν κωμικά στοιχεία που καθιστούν την παράσταση του Κιμούλη μοναδική δεδομένου ότι οι έννοιες που σχετίζονται με την αισθητική των πραγμάτων δεν προσδιορίζονται με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο την εντύπωση. Χρειάζεται αληθινή βυθοσκόπηση στην διαλεκτική πλευρά των διανοημάτων, πράγμα που ο σκηνοθέτης Γιώργος Κιμούλης χειρίζεται λογικά βάση αξιωματικών παραμέτρων που εκπορεύονται από τη γνωστή διαδρομή «θέση – αντίθεση – κατάλυση ή σύνθεση». Σημειωτέον ότι ο Κιμούλης επιλέγει αμφότερες τις διανοητικές καταλήξεις σε πλαίσιο συνθετικής ευελιξίας. Ωστόσο, το καταλυτικό στοιχείο ελλοχεύει αποδομηστικές εντολές των υπαινιγμών και της ελλειπούς εκφοράς του λόγου.
Ως θείος Βάνια, ο Γιώργος Κιμούλης καθηλώνει το κοινό με την ερμηνεία του η οποία χρησιμοποιεί κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται για να «γελοιοποιηθεί» η θρηνώδης διάθεση όχι μόνο του ανθρώπινου δυναμικού αλλά και μικρο-οντοτήτων όπως τα λουλούδια τα οποία μάλιστα κραυγάζουν ασκώντας κριτική σε αυτούς που τους αποδίδουν αξία, θυμίζοντας τη μαργαρίτα του Μπάστερ Κήτον. Ο Βάνια του ηθοποιού Κιμούλη απευθύνεται σε όλους με έναν πικρόχολο χαμόγελο, ειρωνικό και ψευτορομαντικό. Όταν όλοι φεύγουν, ξαναθυμάται τον θείο της μικρής κάποτε Σόνιας την οποία ερμηνεύει με αναλογικά και ομολογικά κριτήρια η πολύ ενδιαφέρουσα ηθοποιός Χαρά Μάτα Γιαννάτου. Κυρίως όταν απευθύνεται στον γιατρό Αστρόφ η Σόνια της κ. Γιαννάτου αδυνατεί να συγκρατήσει την ορμή της αμηχανίας της απέναντι σε έναν δυνάμει ερωτικό αντίπαλο, ο οποίος υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει τίποτε. Ο πόνος γίνεται βαθύτερος για την Σόνια, η οποία επιλέγει μολαταύτα πεισματικά την ζωή, την δουλειά και τον ορθολογισμό που εκπορεύεται από τις παντοειδείς συνάψεις του ανθρώπου με τη φύση.
Στον ρόλο του γιατρού Αστρόφ, ο Τάσος Νούσιας κινείται μεθοδικά εκφέροντας την πολυφωνία και τη σωματικότητα του ρόλου του με μέτρο, αν και σε ορισμένες καταστάσεις εμφανίζεται υπερκινητικός ιδιαίτερα κατά τις «συναντήσεις» του με τον Βάνια. Ο κ. Νούσιας φροντίζει και επιμελείται τα crescendos της φωνής προσπαθώντας μάταια, θα λέγαμε, να ισοβαθμήσει απέναντι στη συγκινησιακή φόρτιση των γεγονότων. Τα πράγματα γύρω αλλάζουν τον ειρμό του συναισθήματος και προκρίνουν τις κορυφώσεις τις οποίες προκαλεί ανελέητα η «μοιραία» Έλενα της Στέλλας Καζάζη. Η άκρως επιτελική ηθοποιός ενσαρκώνει με ιδιαίτερη χάρη την «πέτρα του σκανδάλου» και την αναπόφευκτη εμμονή του ανδρικού πληθυσμού του έργου. Εμμονή στο σαρωτικό ερωτισμό και ανάγκη αλλαγής κλίματος, αποτελούν τα απαραίτητα συστατικά που καθιστούν την Έλενα της κ. Καζάζη λυδία λίθο στην φιλοσοφία του έργου του Τσέχωφ. Στο ρόλο του συζύγου της Καθηγητή, ο Γιώργος Ψυχογιός επιτείνει τα κωμικά θεωρήματα του έργου δημιουργώντας μία ιδιάζουσα μορφή προερχόμενη από μεσαιωνική φάρσα ή και από φιγούρες της Commedia Dell’Arte (miles gloriosus). Τον «συνοδεύει» επάξια ο ξαφνιασμένος Ίλια του Κώστα Κοράκη και τον επιβραβεύει με τον απέραντο θαυμασμό της η «σοφολογιότατη» «κουλτουριάρα» μαμά, την οποία υποδύεται με αυστηρή εσωστρέφεια η Μαίρη Νάνου. Το γελοίον μη βλαπτικόν ωστόσο, ξεδιπλώνει το κουβάρι του πάνω στη σκηνή, στην οποία επιβιώνει με καλοσύνη η Νένα, γλυκιά και απλοϊκή, όπως την ερμηνεύει η Μάγδα Λέκκα,πιστή στη γραμμή του ρεαλισμού. Εκτός από την ιδιαίτερα λειτουργική απόδοση του τσεχωφικού λόγου από τον Γιώργο Κιμούλη, τα εξαίρετα σκηνικά της Χριστίνας Κωστέακαι τα φροντισμένα κουστούμια της Σόφιας Νικολαΐδη, ο καλοσχεδιασμένος φωτισμός της Στέλλας Κάλτσου συμπληρώνει αυτή την πανδαισία λόγου, εικόνας, σιωπής και δράσεως, που καταλαμβάνουν τη σκηνή του θεάτρου και ζωντανεύουν τη φωτο-γραφή των μυστικών του υπαινιγμού.
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου, τ. Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.