Γιώργος Κιμούλης «Η Τέχνη μού έχει μάθει να νιώθω πλήρης στο κάθε μου τώρα» / allyou.gr
Λίγα 24ωρα πριν τον απολαύσουμε ως «Θείο Βάνια» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία), ο σπουδαίος καλλιτέχνης μίλησε στο allyou.
Συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι Τρίτης στο σπίτι του στο κέντρο. Ήταν η πρώτη φορά που τον γνώριζα προσωπικά (στο θέατρο τον παρακολουθώ χρόνια). Αφού μου πρόσφερε καφέ και απάντησε σε δυο-τρεις κλήσεις στο κινητό του -και μάλιστα χωρίς να αναγνωρίζει τους αριθμούς που καλούσαν- καθίσαμε αναπαυτικά στους καναπέδες του κλασσικού του σαλονιού και αρχίσαμε να τα λέμε.
«Απαντάτε ακόμη και σε τηλέφωνα που δε γνωρίζετε;», τον ρώτησα με μια μικρή, ευχάριστη έκπληξη. «Ναι, απαντώ σε όλους τους αριθμούς, εκτός από τις αποκρύψεις».
Πιάσαμε θέματα πολλά. Σε κάποια συμφωνήσαμε, σε άλλα διαφωνήσαμε, κοντραριστήκαμε, γελάσαμε και ευχαριστηθήκαμε (εγώ πολύ, ελπίζω κι εκείνος) τη συνάντησή μας.
Τι έμαθα για εκείνον στις 2 ώρες που έμεινα μαζί του; Ότι είναι καλός οικοδεσπότης, ενδιαφέρων συνομιλητής, αυστηρός και απόλυτος (με τον τρόπο που εξηγεί παρακάτω), καλός μάγειρας (δεν δοκίμασα, αλλά τον πιστεύω απόλυτα αφού το είπε), δε μασάει τα λόγια του, δε χάνει το χιούμορ του, εκνευρίζεται με… ευγένεια και βάζει όρια ήρεμα αλλά με βλέμμα αυστηρό, με μια λέξη που αγαπώ: «Παρακάτω».
Θα ήταν άδικο να σου στερήσω την αμεσότητα της κουβέντας μας, γι’ αυτό θα σου την παραθέσω (σχεδόν) όπως έγινε…
Θείος Βάνιας λοιπόν σε λίγες ώρες. Και πρωταγωνιστείτε και σκηνοθετείτε. Διπλή ευθύνη…
«Το κάνω χρόνια αυτό, οπότε αυτός ο «διπλός ρόλος» μέσα σε εισαγωγικά, σκηνοθέτη-ηθοποιού έχει μια τεχνική την οποία γνωρίζω. Οπότε δεν είναι κάτι που με τρομοκρατεί».
Το ξέρω, αλλά φαντάζομαι ότι παραμένει πάντα το ίδιο δυνατό το αίσθημα ευθύνης…
«Όλο το μυστικό βρίσκεται στο πώς βλέπω από την αρχή ένα έργο. Αν το δω ολόκληρο οφείλω να το σκηνοθετήσω. Αν δω ένα έργο μέσα από τα μάτια του προσώπου που πρόκειται να παίξω, τότε το σκηνοθετεί κάποιος άλλος. Κι αυτό γιατί αν το δω ολόκληρο, αλλά είναι σε σκηνοθεσία κάποιου άλλου, διαρκώς θα έχω μία διάθεση να επέμβω στο χώρο του».
Έχετε υποδυθεί σχεδόν όλους τους ήρωες του Τσέχωφ, τον «θείο Βάνια» πρώτη φορά.
«Τον Τσέχωφ τον ακολουθώ με τη σειρά που έχει γράψει τα έργα του: Πλατόνωφ, Ιβάνωφ, Γλάρος, τώρα ήταν η σειρά του "Θείου Βάνια’’. Αν θα ακολουθήσω και τα άλλα δύο, δεν ξέρω, θα δω».
Τι θα δούμε σε αυτή την παράσταση; Ποια είναι η δική σας ματιά στο έργο;
«Πιστεύω ότι όταν ‘’διαβάζεις’’, όταν ερμηνεύεις ένα έργο, δεν μπορείς να το κάνεις ερήμην των συμπερασμάτων και των σκέψεων που έχεις διαμορφώσει από τον κοινωνικό και προσωπικό σου χώρο. Και τα έργα αυτά, όσο πιο κλασικά είναι, τόσο εμπεριέχουν τον προβληματισμό σου, γιατί κλασικά έργα είναι αυτά τα έργα τα οποία όταν παίζονται είναι σαν να έχουν γραφτεί την εποχή που παίζονται. Σε αυτή την παράσταση, λοιπόν, θα δούμε αυτό που μας συμβαίνει σήμερα: μία παραίτηση απ’ όλα».
Στο σημείωμά σας για το έργο, λέτε μάλιστα, ότι πρόκειται για το γελοίο της παραίτησης…
«Ναι, γιατί η παραίτηση είναι γελοία, είναι ένα γελοίο πράγμα. Σκεφτείτε. Ο άνθρωπος από τι ουσιαστικά παραιτείται; Από το πώς θα ζει; Αφού το πώς ζει κάποιος έχει άμεση σχέση με την ίδια την έννοια της ζωής».
Τον επιλέγουμε τον τρόπο που ζούμε; Είμαστε ελεύθεροι;
«Ασυζητητί! Οφείλουμε να επιλέγουμε τον τρόπο και ασυζητητί, αν δεν μας επιτρέπει ο περιβάλλον χώρος να ζήσουμε όπως εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να ζήσουμε, οφείλουμε να παλεύουμε διαρκώς για να το πετύχουμε».
Το καταφέρνουμε όμως τελικά;
«Το καταφέρνουμε, δεν το καταφέρνουμε, ο άνθρωπος δεν μπορεί να προοικονομεί το κατόρθωμά του. Άρα είμαστε σε έναν διαρκή αγώνα».
Ξέρουμε όμως πάντα στ’ αλήθεια το πώς θέλουμε να ζήσουμε;
«Ξέρουμε αλλά και μαθαίνουμε. Ο,τιδήποτε κάνει ο άνθρωπος, το κάνει μέσω μιας προσπάθειας. Μη βλέπεις το ότι η τεχνολογία μάς έχει ωθήσει στο να μας αρέσει η διευκόλυνση. Ακόμη και το να ανέβουμε μία σκάλα, έχει ένα στοιχείο προσπάθειας. Δεν ξέρουμε αν θα καταφέρουμε να φτάσουμε στον πάνω όροφο και δεν θα το μάθουμε αν δεν ανέβουμε ένα-ένα τα σκαλοπάτια. Αυτό κάποτε δεν τρομοκρατούσε, τώρα τρομοκρατεί γιατί η τεχνολογία μάς έχει δώσει τη δυνατότητα να φανταζόμαστε πώς θα ήταν αν πετυχαίναμε αυτό το οποίο θέλουμε. Μας έχει δώσει τη δυνατότητα να βλέπουμε μέσω μιας εικονικής πραγματικότητας αυτό το οποίο θα ήμασταν, αν προσπαθούσαμε να γίνουμε».
Μας χαλάει τον αγώνα αυτό λοιπόν…
«Εννοείται! Γιατί πολλοί ‘’πέφτουν’’ στη φαντασίωση ότι έχουν ήδη πετύχει κάτι, ενώ δεν έχουν καν πλησιάσει ή ακόμη, ούτε καν έχουν ξεκινήσει να το προσπαθούν. Θα έλεγα ότι κάθε επόμενη μέρα έχει ανάγκη την προσπάθειά μας».
Με την τεχνολογία πως τα πάτε;
«Μια χαρά».
Χαίρομαι.
«Γιατί»;
Γιατί πολλοί άνθρωποι φοβούνται αυτή την έκθεση στα Social Media, όπου γίνονται σχόλια αρνητικά ή επιθετικά που δεν μπορείς να ελέγξεις άμεσα. Δεν είναι σαν το θεατή που θα επιλέξει αν θα έρθει ή δεν θα έρθει στο θέατρο να σε δει. Στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είναι πιο επικίνδυνα τα πράγματα.
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Αυτό πρέπει να το αποδεχτείς. Άλλωστε άλλο αποδοχή κάποιων πραγμάτων και άλλο παραίτηση».
Επανερχόμαστε στην παραίτηση…
«Η έννοια της παραίτησης χαρακτηρίζει την εποχή μας. Η παραίτηση βολεύει όλους αυτούς που μας θέλουν παραιτημένους».
Πιστεύετε ότι ως κοινωνία έχουμε παραιτηθεί;
«Φλερτάρουμε με αυτό διαρκώς και συνεχώς και μάλιστα είναι ένα στοιχείο για το οποίο ανεκδοτολογούμε. Ο προθάλαμος της παραίτησης είναι η έννοια του εφικτού. Νομίζουμε ότι κάτι είναι εφικτό, αλλά πρόσεξε: κάτι είναι εφικτό σήμερα Τρίτη. Αύριο Τετάρτη, αυτό που θεωρούσαμε ουτοπικό, γίνεται εφικτό. Το να πει κανείς ότι αποδέχεται μία συνθήκη που έχουν επιβάλει αυτή τη στιγμή τα Media, είτε με τον ακραίο τρόπο τα επαγγελματικά Media, είτε τα περίφημα Social Media -που θεωρούμε ότι είναι και προσωπικά- θέλει προσοχή. Δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στην παραίτηση».
Τι σημαίνει αυτό;
«Σημαίνει ότι η ‘’ανοικτότητα’’ που έχουν δημιουργήσει τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είναι μία ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση ότι μιλάς στον κόσμο, μία ψευδαίσθηση ότι ο ιδιωτικός σου λόγος αποκτά δημοσιότητα, ότι γίνεται δημόσιος. Δεν πρέπει όμως αυτό να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα -που είναι και αυτό δίπλα στην παραίτηση- ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτή τη συνθήκη. Μπορούμε, αν έχουμε έστω την ελάχιστη καχυποψία ότι ο λόγος μας δεν γίνεται σημαντικός, ότι δεν έχει σπουδαιότητα επειδή νομίζουμε ότι 5 ή 10.000 ‘’φίλοι’’ στο φέισμπουκ μάς διαβάζουν. Στην πραγματικότητα ούτε τόσοι μας διαβάζουν. Δε γίνεται σπουδαία η σκέψη μας ή ο λόγος με μερικά like. Κάποιος πατάει το «μου αρέσει» χωρίς να έχει καν διαβάσει τι έχεις γράψει. Όλη αυτή η κατάσταση, σου δημιουργεί μία ακραία λογοδιάρροια, μία φλυαρία και όταν μιλάς πολύ, δεν ακούς πολύ. Αν υπάρχει ένας κρυφός στόχος σε όλο αυτό, είναι στο να διατηρεί το σύστημα, τον απλό πολίτη διαρκώς απορροφημένο».
Και οι ειδήσεις;
«Οι ειδήσεις, με τον τρόπο που εμφανίζονται, έτσι όπως ‘’σκάνε΄΄ στο κινητό ή τον υπολογιστή, βομβαρδίζουν τον απλό πολίτη. Στην ουσία δεν τον ενημερώνουν, αλλά τον κρατούν απλώς απορροφημένο. Και λέω ότι δεν τον ενημερώνουν γιατί η ταχύτητα και η πληθώρα των ειδήσεων είναι τόσο μεγάλη, που ο αναγνώστης δεν προλαβαίνει ούτε καν να θυμηθεί την είδηση που έχει δει πριν από 4 δευτερόλεπτα, αφού στα επόμενα 4 έχουν ‘’σκάσει΄΄ στο μυαλό του άλλες 10.000 ειδήσεις. Ας είμαστε λοιπόν σε εγρήγορση. Να μην πιστέψουμε ότι όλο αυτό είναι σημαντικό και πολύ δε περισσότερο, να μη νομίζουμε ότι είμαστε εμείς σημαντικοί. Όλο αυτό που γίνεται είναι για να κάνουν εμάς πραγματικά ασήμαντους».
Μας κρατούν απορροφημένους για να μην καταλάβουμε τι;
«Να μην καταλάβουμε τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα και ο τρόπος που λειτουργεί το σύστημα είναι πολύ συγκεκριμένος: να κρατήσουν εσένα με 400 ευρώ για να βγάζει ο άλλος 3 εκατομμύρια. Και επίσης, χειρότερο κατά τη γνώμη μου, στην ουσία να μην σε αφήνουν να σκέφτεσαι».
Εσείς δεν έχετε παραιτηθεί ποτέ;
«Όχι, δεν έχω παραιτηθεί. Δεν εννοούμε βέβαια από το να παραιτηθώ από μία δουλειά. Αυτό πολλές φορές οφείλεις να το κάνεις».
Συναισθηματικά δεν έχετε παραιτηθεί;
«Συναισθηματικά μπορεί. Σε όλους συμβαίνει. Αλλά εγώ το επιτρέπω στον εαυτό μου για πολύ λίγο, για μία ή δύο μέρες. Μου δίνω δικαίωμα να αφεθώ μέχρι μία βδομάδα. Όχι παραπάνω».
Δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω… Έχετε παραιτηθεί από διάφορες δράσεις που αναλάβατε όταν εξελέγη αυτή η κυβέρνηση. Τι σας έκανε να βγείτε μπροστά και να στηρίξετε τον Αλέξη Τσίπρα στην αρχή;
«Ότι έκανε και ένα ολόκληρο λαό που του έδωσε πλειοψηφία και τον έκανε πρωθυπουργό».
Και σας απογοήτευσε…
«Όχι. Αυτό είναι δικό σας συμπέρασμα. Αλλά και να είχε δε θα σας απαντούσα. Και δεν θα απαντήσω σε άλλη ερώτηση που έχει να κάνει με την πολιτική. Γιατί είναι και αυτό -κυρίως αυτό- σαν να ανεκδοτολογούμε. Και ένα από τα θέματα που με ενοχλούν πάρα πολύ όταν ασχολούμαστε με το θέμα της πολιτικής είναι η ανεκδοτολογική διάθεση που έχουμε γι’ αυτόν το χώρο -κάτι για το οποίο ευθύνονται ιδιαίτερα τα Media. Γιατί όλο το σύστημα παλεύει να πείσει ότι η έννοια της πολιτικής είναι μία ανοησία. Και πώς το κάνει; Μειώνοντας διαρκώς τη σημαντικότητα των πολιτικών. Κι αυτό το έχει πετύχει».
Η ίδια η πολιτική δεν ευθύνεται καθόλου γι’ αυτό;
«Η πολιτική δεν ευθύνεται καθόλου, από τη στιγμή που αντιμετωπίζεται ανεκδοτολογικά. Δεν μιλάω άλλο πολιτικά, πάμε στο παρακάτω».
Σεβαστό. Πείτε μου, τηλεόραση βλέπετε;
«Ναι, αλλά λίγο. Έχει πια αντικατασταθεί -και γρήγορα μάλιστα- με το διαδίκτυο».
Θα θέλατε να είστε στην τηλεόραση;
«Όχι, γιατί δεν γίνονται πια τα πράγματα, σε επίπεδο παραγωγής, όπως παλιά. Δε γίνονται καλές επιλογές έργων και σεναρίων και όλων αυτών που μπορεί να λέγονται παραγωγή ενός τηλεοπτικού προϊόντος. Η τηλεόραση και ο κινηματογράφος είναι βιομηχανικά είδη και τα κεφάλαια τα οποία ουσιαστικά δίνονται σε αυτές τις βιομηχανίες θεάματος είναι ελάχιστα, κατ’ επέκταση και τα προϊόντα είναι πολύ φτωχά. Δεν μπορώ να συμμετέχω σε ένα φτωχό προϊόν γενικά και ως προς τις ιδέες τους και την ποιότητά τους και την αισθητική τους και όλα».
Βλέπω στο τραπέζι σας, μεταξύ άλλων, έναν ολόκληρο τόμο για τον Δημήτρη Χορν. Ξέρω ότι υπήρξε πολύ σημαντικό πρόσωπο για σας…
«Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος ουσιαστικά με διαμόρφωσε».
Πείτε μου λίγα πράγματα για τη σχέση σας… Έχω πολύ μεγάλο έρωτα για το Χορν, αν ζούσε και στην ηλικία που θα ήταν, θα τον παντρευόμουν…
«Είσαι παντρεμένη»;
Όχι, ευτυχώς.
«Γιατί “ευτυχώς”; Είναι ωραίο πράγμα ο γάμος».
Δύσκολο.
«Τα πάντα είναι δύσκολα. Ακόμη και μία συζήτηση μαζί μου».
Το επιδιώκετε αυτό ε; Σας αρέσει να είστε δύσκολος…
«Όχι, αλλά δεν θα πέσω ποτέ στη λούμπα να κάνω τον ευχάριστο. Αν πέσω σε αυτό είναι σαν να μην εκτιμώ ούτε τον εαυτό μου, ούτε τον συνομιλητή μου. Είναι σαν να τον κοροϊδεύω».
Σας ακολουθεί πάντως αυτή η φήμη…
«Αυτή η φήμη έχει βγει από τέτοιου είδους συναντήσεις και από άλλες συναντήσεις και άλλου είδους σχέσεις. Όσοι δε θεωρούνται δύσκολοι, ναι, έχουνε βάλει πολύ νερό στο κρασί τους. Κι αν έχεις βάλει πολύ νερό σημαίνει ότι δεν εκτιμάς ούτε εσένα ούτε τον άλλον. Γιατί συμπεριφέρεσαι ουσιαστικά σαν να ξέρεις κάτι παραπάνω, λες δηλαδή ‘’καλά, καλά, ασ’ τον να πιστεύει αυτά που πιστεύει’’. Αυτό δείχνει υποτίμηση στον απέναντι. Είναι σαν να τον σνομπάρεις, σαν να σνομπάρεις το μυαλό του και αυτό δεν είναι ωραίο. Οφείλεις να διατυπώνεις τη διαφωνία γιατί έτσι τιμάς τον άλλον. Άλλωστε, την ώρα που εκφράζεις τη θέση σου, του ανοίγεσαι, άρα διακινδυνεύεις. Διακινδυνεύεις ακόμη και τον χλευασμό του».
Και ο τρόπος έχει σημασία καμιά φορά.
«Και βέβαια παίζει ρόλο ο τρόπος. Οφείλει ένας συνομιλητής να κινείται -αν μη τι άλλο-μέσα στο πλαίσιο της ευγένειας».
Εσείς δεν το χάνετε αυτό.
«Άρα δεν είμαι δύσκολος».
Χα, χα! Τελικά τι είστε; Εσείς τι λέτε;
«Ότι δεν είμαι δύσκολος».
Σύμφωνοι. Ας επανέλθουμε όμως στον Χορν γιατί κινδυνεύω να χάσω πληροφορίες για τον έρωτά μου…
«Ο Τάκης μου έμαθε ουσιαστικά να βλέπω με έναν άλλο τρόπο τη ζωή μου, κατ’ επέκταση και την τέχνη μου. Δεν μπορώ να πω ότι μου μιλούσε ιδιαίτερα για το θέατρο, μου έμαθε να αντιμετωπίζω τους ανθρώπους. Όχι τον κόσμο. Τους ανθρώπους. Για να αντιμετωπίσεις τον κόσμο χρειάζεσαι μία άλλου είδους ιδεολογία, οφείλεις να έχεις μία κοσμοθεωρία για να δεις τον κόσμο. Μας αρέσει δεν μας αρέσει, λοιπόν, ο τρόπος που καλείσαι να μπεις στον κόπο του άλλου, το πώς θα αντιμετωπίσεις τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου, το πώς θα τον συναντήσεις πρέπει να γίνει με γρήγορη απόφαση. Ο Τάκης με έμαθε να βλέπω εσένα, να καταλαβαίνω γρήγορα ποια είσαι και να σου λέω ό,τι σκέφτομαι».
Μου ήρθε στο μυαλό η ταινία «Αλίμονο στους νέους» όπου πρωταγωνιστούσε. Εσείς θα πουλούσατε την ψυχή σας στο διάολο για να ξαναγίνετε νέος;
«Η υποκριτική με έχει διδάξει να ζω το παρόν σαν ένα συμπυκνωμένο χρόνο που εμπεριέχει την ίδια στιγμή και το παρελθόν και το μέλλον. Αυτό δημιουργεί μία πληρότητα. Έτσι, δεν πέφτεις στην παγίδα να νοσταλγείς κάτι που ήσουν. Είσαι πλήρης με αυτό που είσαι τώρα. Κάποιος θα πουλούσε την ψυχή του στο διάολο για να γίνει νέος αν αυτό που είναι τώρα δεν τον πληροί. Η τέχνη μού έχει μάθει να νιώθω πλήρης στο κάθε μου τώρα. Ακόμη και αν μου λείπουν πράγματα. Γιατί σε όλους λείπει κάτι. Ακόμη και αυτά όμως, δεν τα βλέπω σαν κάτι που είχα πριν. Τα βλέπω σαν κάτι που θα αποκτήσω μετά».
Με το τέλος τι σχέση έχετε; Με τον θάνατο;
«Η αλήθεια είναι ότι στα 60 και κάτι είσαι στην κατηφόρα του βουνού, δεν το ανεβαίνεις ακόμη, αλλά δεν το φοβάμαι αυτό. Αυτό που με απασχολεί περισσότερο -και το πιστεύω πραγματικά αυτό που θα σου πω- είναι ο χρόνος που απομένει για να κάνω κάποια πράγματα στο χρόνο που έχω. Και έχω άπειρα πράγματα στο μυαλό μου να κάνω. Δεν με απασχολεί καθόλου ο χρόνος που έχει περάσει».
Έχουν σχέση με τη δουλειά αυτά που θέλετε να κάνετε;
«Αυτό που κάνω δεν είναι δουλειά. Και εδώ είναι η ειδοποιός διαφορά. Εγώ εργάζομαι, παράγω έργο. Άλλο αυτό και άλλο πράγμα η δουλειά, όχι απλώς σαν έννοιες, αλλά ως ένα σύνολο αντιμετώπισης αυτού που μπορεί κάποιος να λέει δουλειά ή να λέει εργασία. Η διαρκής παραγωγή έργου είναι το αντίθετο της παραίτησης που λέγαμε. Δεν μπορώ να μην παράγω έργο. Ελπίζω μέχρι τέλους να κάνω αυτό. Έχω βεβαίως έναν κανόνα. Οφείλω να σταματήσω να σταματήσω να παίζω στο θέατρο από τη στιγμή που θα χάσω δύο πολύ βασικά πράγματα: ενέργεια και μνήμη».
Θα το καταλάβετε;
«Ελπίζω ότι ακόμη κι αν δεν το καταλάβω, θα μου το πουν οι διπλανοί μου».
Έχετε ανθρώπους τόσο κοντά σας που να τους εμπιστεύεστε και να κάνετε ότι σας πουν;
«Ανθρώπους που να τους εμπιστεύομαι έχω. Το αν αυτό που θα μου πουν θα το κάνω, δεν το ξέρω».
Νομίζω ότι είστε ερωτευμένος με τον εαυτό σας. Τον αγαπάτε όμως;
«Νομίζετε. Ούτε ερωτευμένος είμαι με τον εαυτό μου, ούτε μπορώ να πω ότι τον αγαπάω ή δεν τον αγαπάω. Το να πει κάποιος ότι αγαπάει τον εαυτό του θα πει ψέματα».
Να δώσουμε έναν ορισμό στην αγάπη για να συνεννοηθούμε. Προτείνω να πούμε ότι είναι αποδοχή και φροντίδα…
«Όχι δεν είναι αυτό. Αγάπη είναι οφειλή. Αγαπώ σημαίνει ‘’οφείλω’’ με την αρχαιολογική έννοια, όχι με την έννοια της υποχρέωσης, του χρέους. Είναι ένα διαρκές δόσιμο που όχι απλώς δεν περιμένει ανταπόδοση, αλλά ούτε καν περνάει από το μυαλό η έννοια της. Από τη στιγμή λοιπόν που κάποιος αντιλαμβάνεται έτσι την αγάπη, το να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση είναι ψέμα. Για παράδειγμα, εγώ παίρνω κάποιες βιταμίνες και χθες δεν της πήρα γιατί δεν πρόλαβα να πάω στο φαρμακείο. Αυτό σημαίνει ότι δεν αγαπάω τον εαυτό μου. Χθες δεν έφαγα καλά, άρα δεν αγαπάω τον εαυτό μου. Η φροντίδα του εαυτού είναι μια ένδειξη οφειλής. Δεν μπορεί, λοιπόν, κανείς να πει εύκολα ότι αγαπάει τον εαυτό του. Μπορείς να πεις ότι αγαπάς τους άλλους, αλλά τον εαυτό σου δεν μπορείς»
Και πώς γίνεται να μην αγαπάς τον εαυτό σου αλλά να αγαπάς τους άλλους;
«Γίνεται. Αυτός που έχει παιδί το ξέρει και το καταλαβαίνει. Γιατί αυτός που έχει παιδί ξέρει τι θα πει οφειλή. Δεν υπάρχει άνθρωπος που αποκτά παιδί και δεν του αλλάζει τη ζωή. Ίσως όμως να υπάρχουν δυστυχώς αλλά εγώ μόλις συναντώ έναν γονιό που δεν αντιμετωπίζει το παιδί του όπως πρέπει, τον θεωρώ αμέσως απάνθρωπο, δεν ασχολούμαι μαζί του καθόλου».
Είναι ο πιο δύσκολος ρόλος σας αυτός του γονέα;
«Από τη μία θα συμφωνήσω με τη λέξη ρόλος, από την άλλη διαφωνώ. Μεγάλη κουβέντα. Πάντως, δεν θεωρώ ότι είναι δύσκολο, δεν είχα ποτέ την αίσθηση αυτή, είχα την αίσθηση μιας πληρότητας, μιας κάλυψης ενός μεγάλου κενού που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω».
Το όνομα Μαριάννα, της κόρης σας, πώς προέκυψε; Μαρία ήταν η μητέρα σας…
«Και Ιωάννης ο πατέρας μου. Έτσι με συνέφερε. Χα χα χα! Με χιούμορ βέβαια το λέω. Ξέρετε, η ανάγκη του αρσενικού να βαφτίσει το παιδί του με ονόματα της δικής του οικογένειας».
Προφανώς, δεν είχε πρόβλημα η Μαρία Δαμανάκη με αυτό…
«Και να είχε δεν θα στο ‘λεγα».
Πόσο χρονών σχεδιάζετε να φτάσετε κε Κιμούλη;
«Ο πατέρας μου έφτασε τα 105».
Θα τον ξεπεράσετε;
«Λέτε;»
Θα θέλατε;
«Υπάρχει κάποιος άνθρωπος που δεν θα ήθελε να ζήσει 180 και 200 χρόνια»;
Σας το εύχομαι ολόψυχα λοιπόν. Κι ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία και την εμπιστοσύνη. Θα σας ξανασυναντήσω στο καμαρίνι, ένα βράδυ μετά την παράσταση.
INFO
«Θείος Βάνιας», του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Μετάφραση – σκηνοθεσία: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ
Σκηνικά: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΩΣΤΕΑ
Κοστούμια: ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
Φωτισμοί: ΣΤΕΛΛΑ ΚΑΛΤΣΟΥ
Παίζουν:
ΒΑΝΙΑΣ: Γιώργος Κιμούλης
ΑΣΤΡΩΒ: Τάσος Νούσιας
ΕΛΕΝΑ: Στέλλα Καζάζη
ΣΕΡΕΜΠΡΙΑΚΩΦ: Γιώργος Ψυχογιός
ΜΑΡΙΝΑ: Μάγδα Λέκκα
ΣΟΝΙΑ: Χαρά Μάτα Γιαννάτου
ΜΑΡΙΑ: Μαίρη Νάνου
ΤΕΛΕΓΚΙΝ: Κώστας Κοράκης
ΠΗΓΗ:http://www.allyou.gr/faces/interview/35833-giorgos-kimoylis-i-texni-moy-exei-mathei-na-niotho-pliris-sto-kathe-mou-tor?fbclid=IwAR3Efhh0TFJE-vm5Ssm5eE7--Pc7PwGRU8N4eBThR3uivzYs5leFJ70tGXI