Και ρεαλισμός και μαγεία Μυρτώ Λοβέρδου | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ TA NEA
«Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία» λέει η Μπλανς Ντιμπουά, η εμβληματική ηρωίδα του Τενεσί Ουίλιαμς (Tennessee Williams, 1911-1983) στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Αυτός είναι ο τίτλος που γνωρίζουμε από το πρώτο ανέβασμα (1948-49) στο Θέατρο Τέχνης (μετάφραση Ν. Γκάτσος - Μ. Βολανάκης - Ν. Οικονομόπουλος), σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν. Μουσική Μάνος Χατζιδάκις, με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Και με αυτόν τον ίδιο τίτλο πορεύεται έκτοτε.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επέλεξε να «προκαλέσει» (ίσως;) μεταφράζοντας τον τίτλο του έργου αυτολεξεί. Και έτσι το «A Streetcar Named Desired» (1947) έγινε «Το τραμ με το όνομα "Πόθος"» και μαζί με όλον τον θίασο κατέβηκαν στον Πειραιά...
Τι να πρωτοπεί κανείς για αυτό το θεατρικό, που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Ελία Καζάν, αφήνοντας τη σφραγίδα του στη σκηνή και στην οθόνη... Τι ακριβώς είναι; Ποια είναι η Μπλανς Ντιμπουά, αυτή η «Λευκή του Δάσους» που αποτελεί κορυφαίο ρόλο για κάθε ηθοποιό. Και δίπλα της, ένα αυθεντικό αρσενικό με πρωτόγονα χαρακτηριστικά. Πόσο, τελικά, στην αναμέτρηση ιπραγματικότητας και φαντασίας κάθε ανθρώπινο πλάσμα κινδυνεύει να βγει ηττημένο.
Με νύξεις σκηνικών (με σημαντικότερη την πόρτα, την τουαλέτα με τον καθρέφτη της Μπλανς και την μπανιέρα στο βάθος, πίσω από την ημιδιάφανη κουρτίνα), η παράσταση διαθέτει μια ιδιαίτερη «διχρωμία»: από τη μια τα εύστοχα κοστούμια της Εύας Νάθενα και από την άλλη οι ήχοι της μουσικής του Αγγελου Τριανταφύλλου - με όργανα επί σκηνής. Μια μεγάλη οθόνη που κρέμεται στο βάθος, απέναντι από το κοινό, αποτυπώνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα οπτική της δράσης σε ασπρόμαυρο. Ο σκηνοθέτης χωρίς φλυαρίες ή εκκεντρικότητες, χωρίς καμιά αλαζονεία, έφτιαξε τον τόπο της (θεατρικής) ζωής αυτών των ηρώων. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή, με έναν αδιόρατο τρόπο, βάζει τον θεατή μέσα στο δράμα που θα διεξαχθει ενώπιόν του. Και ίσως, στα τελευταία τριάντα χρόνια που παίζεται στον τόπο μας το έργο, αυτό το «Τραμ» να έρχεται κατευθείαν από την καρδιά του δημιουργού του. Είναι φανερό ότι ο σκηνοθέτης ένιωσε την ουσία του έργου και γι' αυτό από μέσα του ξεπήδησε μια ολοκληρωμένη παράσταση που δεν προδίδει ούτε το κείμενο ούτε την ψυχή του «Τραμ». Καίριος και ξεκάθαρος στις επιλογές του, ο Μαρμαρινός δεν άφησε τίποτε στην τύχη. Μελέτησε τον κόσμο του Τενεσί Ουίλιαμς σε βάθος και τον κατέθεσε αβίαστα, φυσικά. Βυθίστηκε μέσα στα σκοτάδια του έργου, βάζοντας και λογισμό και όνειρο. Ο Χάρης Φραγκούλης επιστρέφει στη γερή υποκριτική στόφα που διαθέτει και αφήνεται με οργανωμένη ελευθερία να ερμηνεύσει τον Στάνλεϊ. Η Θεοδώρα Τζήμου, άμεση και ειλικρινής, γίνεται η Στέλλα, ενώ ο Αγγελος Τριανταφύλλου πετυχαίνει να συνδυάσει τον άνδρα και το παιδί που είναι ο Μιτς. Mε το ζευγάρι των γειτόνων, Ευγγελία Καρακατσάνη και Adrian Frieling, το παζλ συμπληρώνεται.
Αυτό όμως που καθορίζει την παράσταση και την απογειώνει, θα τολμούσα να πω, είναι η Μαρία Ναυπλιώτου. Από την πρώτη στιγμή που πατά το πόδι της στη σκηνή (με τις αργές κινήσεις της) και ως την «(αντι)ηρωική» της έξοδο περπατά χέρι χέρι με την Μπλανς. Ονειροπόλα και φαντασιόπληκτη, αξιολάτρευτη, γοητευτική και εκνευριστική, μοιραία και αθώα, απτόητη και σπαρακτική εκπέμπει αυτό που εκπέμπει και όλη η παράσταση: και ρεαλισμό και μαγεία. Μια έξοχη στιγμή της, από τις κορυφαίες της πορείας της.