Βέντλα – Το Ξύπνημα της Άνοιξης: Μια παράσταση ακατάλληλη για ηθικολάγνους Αντώνης Morgan Κωνσταντουδάκης
«Η ζωή σου είναι γεμάτη από αμαρτίες που δεν έκανες…»
Η νέα παραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, «Βέντλα – Το Ξύπνημα της Άνοιξης», κάνει πρεμιέρα στις 5 Φεβρουαρίου, στον χώρο του Φουαγιέ, σε πρωτότυπη μετάφραση της Ντίμης Θεοδωράκη και σκηνοθεσία – διασκευή του Αντώνη Morgan Κωνσταντουδάκη. Το, με αυτοβιογραφικές αναφορές, έργο του του Γερμανού συγγραφέα Frank Wedekind, γράφτηκε το 1891 και χαρακτηρίστηκε προδρομική μορφή εξπρεσιονιστικού station drama. Στους κύκλους των ψυχολόγων, το έργο θεωρήθηκε ότι προβάλλει ψυχολογικές και παιδαγωγικές θεωρίες που διατυπώνονται επιστημονικά στην ψυχανάλυση.
«Ο μικρός θα μάθει εκεί, επιτέλους, να θέλει το καλό αντί για το ενδιαφέρον και ότι για τις υποθέσεις του, θα πρέπει να προσφεύγει στο νόμο και όχι στο φυσικό ένστικτό του».
Ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει «παιδική τραγωδία». Θίγοντας το πρώτο ξύπνημα της εφηβικής σεξουαλικότητας, αλλά και θέματα όπως: οι μορφές διαπαιδαγώγησης, το σύστημα εκπαίδευσης, τις οικογενειακές σχέσεις, τη θέση και την φύση των δύο φύλων, τον έρωτα, τη διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης, τα ένστικτα, τις ορμές της, τις αναζητήσεις ενός ανήσυχου μυαλού, το σεξ, την ομοφυλοφιλία, τη βία, την υποκρισία και τα αιώνια διλήμματα του ανθρώπου ανάμεσα στο καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος, τη ζωή και τον θάνατο, την αυτοχειρία των νέων, την ηθική, την ελευθερία, τον νόμο, την τάξη και τη λογική, αλλά και τη σχετικότητα αυτών, χαρακτηρίστηκε άσεμνο, ανήθικο και προκλητικό. Η απαγόρευσή του καθυστέρησε το ανέβασμά του 15 χρόνια από το 1891 όπου και γράφτηκε.
Σας προσκαλώ, να ακολουθήσετε τη συζήτηση με τον σκηνοθέτη Αντώνη Morgan Κωνσταντουδάκη, ο οποίος, με τιμά με την επιλογή και την εμπιστοσύνη του, να παραχωρήσει, σε μένα προσωπικά και αποκλειστικά, όπως δήλωσε, μια συνέντευξη, στην οποία βουτήξαμε μαζί, σε έναν διάλογο με το εξαιρετικό αυτό κείμενο της παράστασης που αποδεικνύεται πιο επίκαιρο και σύγχρονο από ποτέ.
« Ως ηθική αντιλαμβάνομαι το πραγματικό προϊόν δύο υποθετικών μεγεθών. Τα υποθετικά μεγέθη είναι το Πρέπει και το Θέλω. Το προϊόν ονομάζεται ηθική και η ύπαρξή του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί».
–Επίσης, η έννοια της ηθικής είναι σχετική, αφού ο καθένας την αντιλαμβάνεται ανάλογα με το πως έχει μεγαλώσει, όπως αναφέρεται και στην αρχή του έργου στη συζήτηση ανάμεσα στους δύο εφήβους. Το Πρέπει και το Θέλω, τί ρόλο παίζουν στις δικές σου επιλογές;
-«Το τι θεωρούμε ηθικό, σαφώς έχει σχέση με το που, πότε, πως και από ποιόν έχουμε γαλουχηθεί. Χτίζουμε ένα προσωπικό σύστημα αξιών, το οποίο με τη σειρά του ταυτίζεται λιγότερο, περισσότερο ή και καθόλου με την ευρύτερη έννοια της ηθικής, στην κοινωνία που ζούμε κάθε φορά. Σαφώς, μας επιβάλλονται αρχές προκειμένου να οριστεί ένα πλαίσιο που εξυπηρετεί την εύρυθμη λειτουργία και συνύπαρξή μας. Συχνά όμως, αυτό αποτελεί τον μοχλό πίεσης και χειραγώγησης της μάζας προς ίδιον όφελος. Αποτέλεσμα είναι η καταπίεση από τη μια, αλλά από την άλλη, η υιοθέτηση ακραίων πεποιθήσεων και πρακτικών, στον φανατισμό, στον κοινωνικό, θρησκευτικό, εθνικό ρατσισμό, στο όνομα του σωστού και του λάθους, παραβλέποντας τη σχετικότητα αυτών και το πόσο μεγάλη συζήτηση ανοίγει αυτό το θέμα.
Αν υιοθετούσαμε όλα μας τα θέλω, υπακούοντας μόνο στα ένστικτά μας, θα οδηγούμασταν στην εποχή των σπηλαίων. Οι ισορροπίες , όπως βλέπουμε στην παγκόσμια επικαιρότητα, έχουν διαταραχθεί και έχει χαθεί το μέτρο κι αυτό είναι επικίνδυνο. Σε προσωπικό επίπεδο, τα θέλω μου είναι ισχυρά και τα ακολουθώ προσπαθώντας στο μέγεθος του δυνατού να κρατώ μέσα μου ως σταθερά ένα προσωπικό σύστημα αξιών που έχει χτιστεί μέσα από την πορεία της ενηλικίωσής μου και της τριβής μου με τη ζωή.
Άλλωστε, όπως γνωρίζεις, άφησα μια καριέρα, ως ανώτερο στέλεχος στον τραπεζικό τομέα, για να ξεκινήσω την ενασχόληση με τον κινηματογράφο και την ίδρυση, μαζί με τη Λίνα Φούντογλου,της NAIL Hit n’ Run Productions, με μια δανεική κάμερα και η βράβευσή μου ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, στο London Greek Film Festival, με τις μικρού μήκους ταινίες DER και Έψιλον, είναι μια απόδειξη πως, πιστεύοντας και δουλεύοντας για τα θέλω σου, τα όνειρά σου μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, πέρα από κάθε προσδοκία. Όλα είναι θέμα επιλογής».
«Βλέπουμε τον Θεό και τον Διάβολο να ρεζιλεύουν ο ένας τον άλλο και πιστεύουμε ακράδαντα, ότι και οι δυο τους είναι μεθυσμένοι…»
–Κάθε φράση απεικονίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα, εγείροντας παράλληλα τόσες συζητήσεις.
-«Αυτός είναι και ο λόγος που με γοήτευσε μόλις το διάβασα, μετά από προτροπή της Λίνας Φούντολγλου (Βέντλα). Μιλά για πολλά σημαντικά και ευαίσθητα θέματα χωρίς περιστροφές και λέει τα πράγματα με το όνομά τους και αυτό ακριβώς με συνάρπασε. Βλέπουμε και μαθαίνουμε καθημερινά φρικτά εγκλήματα στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης πίστης, σε κάθε είδους διαστρεβλωμένα ιδανικά και σύμβολα παγκοσμίως, από τη Μ. Ανατολή ως και τη χώρα μας. Τελευταίο συμβάν, αυτό με το κόκκινο άγαλμα στο Π. Φάληρο, αλλά και τις όλο και συχνότερα αφοριστικές δηλώσεις και συγκεντρώσεις, με αφορμή διάφορες παραστάσεις που κρίνεται (Από ποιόν άραγε και πως;) ότι θίγουν το κοινό αίσθημα, τα χρηστά ήθη και υψηλά ιδεώδη. Στην εποχή της πληροφορίας, της μόρφωσης, της συνεχούς εξέλιξης, όλα θυμίζουν μεσαίωνα. Αυτή η επίθεση στην Τέχνη, έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Ίσως, εκτός άλλων παραγόντων, το μεσογειακό μας ταπεραμέντο, μας κάνει κάνει θερμοκέφαλους και ιδιαίτερα επιρρεπείς στη χειραγώγηση.
«Θα πρέπει κάποιος να μην έχει ιδέα για την ανθρώπινη φύση, θα πρέπει να είναι ένας τελείως διατεταγμένος γραφειοκράτης ή απλώς ελαφρόμυαλος για να εντοπίζει εδώ, ηθική διαφθορά!»
Δεν παύω, να έχω καρδιά και ματιά κινηματογραφιστή και ήθελα ένα έργο με δυνατό κείμενο, που ο λόγος του δεν θα αφήνει περιθώρια γενικής και πολλαπλής ερμηνείας στον θεατή, αλλά θα τον έφερνε αντιμέτωπο, ανοιχτά και ευθέως, με κάθε δίλημμα και πτυχή της ζωής του, δίνοντας τροφή για σκέψη και συζήτηση. Ένα έργο, όπου το θέατρο θα μπορούσε να παντρευτεί με την κινηματογραφική τέχνη και αισθητική προσέγγιση. Δεν είναι τυχαίο, το ό,τι επιλέξαμε τον χώρο του Φουαγιέ κι όχι την κεντρική σκηνή, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Είναι ένας χώρος που διαθέτει έντονα το μπαρόκ στοιχείο της εποχής και έτσι το υπόλοιπο σκηνικό (Φωτεινή Αλεξοπούλου) είναι minimal, για να καταλήξουμε σε μια gothic ατμόσφαιρα, διανύοντας όλες τις εποχές του χρόνου από την άνοιξη στον χειμώνα, από το φως και την αθωότητα, στο σκοτάδι, με τα άχρονα κοστούμια της Eva Doppelgänger και την πρωτότυπη, ψυχεδελική μουσική του Γιάννη Βουδούρη. Σε δύο μεγάλες οθόνες θα έχουμε τις κινηματογραφικές σκηνές του έργου, όπου συχνά βλέπουμε οι πρωταγωνιστές τους (γονείς, συμβούλιο καθηγητών) να απευθύνονται στους νεαρούς ήρωες που βρίσκονται στη σκηνή. Αυτό βοηθά επίσης, να τονίσουμε την απόσταση μεταξύ τους, καθορίζοντας τον χώρο τους και την αποστασιοποίησή τους. Στα σχέδιά μας είναι να συνεχιστεί η παράσταση και την επόμενη χρονιά και ήδη συζητάμε να ανέβει την άνοιξη και στη Θεσσαλονίκη».
«…να ξυπνήσω στο παιδί μου ένα δίκαιο χαρακτήρα κι ένα ευγενικό τρόπο σκέψης. …πόσο φωτεινή και καθαρή καλλιέργησα την ψυχή του ως το ύψιστο αγαθό μου… Δεν θα αντέξει… Θα μου το καταστρέψουν…»
–Είναι τελικά μάταιο, να καλλιεργούμε ευγενικές ψυχές και δίκαιους ανθρώπους που βλέπουν με φωτεινό μυαλό, πέρα από ετικέτες και το προφανές, σε μια κοινωνία προσκολλημένη σε στερεότυπα, γεμάτη ανισότητες;
«Στο έργο παρακολουθούμε τη ζωή πέντε διαφορετικών εφήβων, τους οποίους έχουν διαπαιδαγωγήσει με πέντε διαφορετικούς τρόπους, αντίστοιχου αριθμού γονείς, ανάλογα με το κοινωνικο-οικονιμικό και μορφωτικό τους επίπεδο και ιδιοσυγκρασία. Δουλεύοντας με τους ηθοποιούς, στις πρόβες, διαπιστώναμε, πως κάθε φράση άνοιγε μια νέα συζήτηση, για κάθε θέμα που έθιγε. Οι συναντήσεις με τους συνεργάτες ψυχολόγους της παράστασης Ιάκωβο Σιανούδη & Εύη Καπασακαλίδη (Ψυχορροπία), μας βοήθησαν στην ψυχολογική ανάλυση των ρόλων και καταλήξαμε, στο ότι δεν υπάρχει μια πραγματικά απόλυτα «ασφαλής» μέθοδος διαπαιδαγώγησης, καθώς και στο ό,τι, υπάρχει πάντα και η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, π.χ. οι φίλοι, οι παρέες, οι δάσκαλοι. Στη σύγχρονη εποχή και το διαδίκτυο, τα ΜΜΕ κλπ.
«Βλέπουμε γονείς να φέρνουν στον κόσμο παιδιά, ώστε να μπορούν να τους φωνάζουν: πόσο ευτυχισμένοι είσαστε που έχετε τέτοιους γονείς! Κι έπειτα βλέπουμε τα παιδιά να κάνουν το ίδιο».
Έχουμε την περίπτωση της ακραίας, βάναυσης, βίαιης, ταπεινωτικής συμπεριφοράς. Την αυστηρή διαπαιδαγώγηση, προσανατολισμένη στους τύπους, τη θρησκεία, τους κοινωνικούς καταναγκασμούς, τις καλές σχολικές επιδόσεις, την καλλιέργεια ενοχών. Την αδιαφορία στην αχαλίνωτη συμπεριφορά, στο βωμό της επιβίωσης. Την καλλιέργεια της ψυχής και της ελευθερίας πνεύματος, την ενθάρρυνση για γνώση έρευνα και εξέλιξη. Την ωραιοποίηση του κόσμου, μέσα σε μια γυάλα προστασίας, αποκρύπτοντας την αλήθεια, διαιωνίζοντας λανθασμένα τον φαύλο κύκλο της υποκρισίας και της σεμνοτυφίας . «Έτσι μου χε πει και μένα η μάνα μου…», λέει η κα Μπέργκμαν, στην κόρη της Βέντλα.
«Πάντα είχα την άποψη ότι ένα παιδί δεν είναι παιχνίδι. Ένα παιδί έχει απαίτηση από την αμέριστη προσοχή μας. Αλλά έλεγα στον εαυτό μου, ότι αν το πνεύμα και η χάρη του ενός μπορούν να αντικαταστήσουν τις αυστηρές αρχές του άλλου, τότε ας τα προτιμήσουμε».
Καταλήγουμε λοιπόν, στη διαπίστωση, πόσο δύσκολο είναι να διαπαιδαγωγήσεις ένα παιδί και μάλιστα σήμερα. Νομίζω, πως προσπαθώντας να κάνουμε το καλύτερο δυνατό, αυτό που οφείλουμε, είναι να είμαστε αληθινοί και να είμαστε εκεί. Σίγουρα, ότι σπέρνουμε θερίζουμε κι αυτό είναι επίσης διάχυτο στο έργο. Μελετώντας το, δεν μπόρεσα να αποφύγω την αναγωγή στον Χίτλερ, μέσα από το πρόσωπο του Μόριτς. Είναι κοντά στην εποχή που γεννήθηκε ο Χίτλερ, από έναν καταπιεστικό, αυστηρό πατέρα, χωρίς να μπορέσει να πραγματοποιήσει την επιθυμία να ασχοληθεί με τη ζωγραφική».
–Εξαπατημένοι απατεώνες οι ερωτευμένοι; Τελικά, τί είναι καλύτερο σ’ έναν έφηβο; Η καθησυχαστική επίγνωση ότι δεν έχει τίποτα ή η εκνευριστική αμφιβολία για τα πάντα, όπως λέει ο άνθρωπος με τη Μάσκα;
«Όπως λένε και οι ψυχολόγοι, όταν ερωτευόμαστε δεν βλέπουμε καθαρά. Κάνουμε προβολή του εαυτού μας και των επιθυμιών μας στο αντικείμενο του πόθου μας. Αυτό γίνεται αντίστοιχα κι από το άλλο άτομο προς εμάς. Αυτό μας καθιστά, αυτομάτως, και απατεώνες και εξαπατημένους. Όσον αφορά την σαρκική πλευρά της ιστορίας, αναφέρεται επίσης πως: «Το κορίτσι φοβάται την κόλαση ακόμα, και την στιγμή που αντιλαμβάνεται έναν ανθισμένο παράδεισο. Η ικανοποίηση, που ο άντρας στην ανάλογη περίπτωση νιώθει, μου φαίνεται άνοστη και ξεθυμασμένη». Άλλο ένα θέμα, που ανοίγει νέα συζήτηση…
Τώρα η απάθεια, η καθησυχαστική επίγνωση του τίποτα ενός εφήβου, στο πλαίσιο μιας σουρεαλιστικής συζήτησης, ανάμεσα σε δύο ζωντανούς κι έναν νεκρό, που γίνεται στο έργο, βλέπουμε πως οδήγησε στην αυτοκτονία, μια που ο νέος αυτός, όταν ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με τις ευθύνες του, διόγκωσε το πρόβλημά του ανίκανος να το διαχειριστεί, έχασε την ψυχραιμία του και πήρε μια απόφαση που αν και θέλει να πάρει πίσω, είναι μη αναστρέψιμη. Είναι νεκρός.
Από την άλλη, ο Μέλχιορ διαθέτοντας την εκνευριστική αμφιβολία για τα πάντα, αναζητεί την αλήθεια κι ότι του προκαλεί ενδιαφέρον, παράλληλα με μια ανήσυχη, ευαίσθητη ψυχή. Κι όμως, στην απόγνωση παρ’ όλο που βρίσκει τη δύναμη και δραπετεύει, φλερτάρει με την ιδέα της αυτοχειρίας, πιστεύοντας πως όλα είναι μάταια, ακούγοντας το φάντασμα του φίλου του, που προσπαθεί να τον δελεάσει. Φτάνει σε μια γνώση που δεν έχει την ωριμότητα να τη διαχειριστεί, έχοντας προσπαθήσει να τη μεταλαμπαδεύσει στον φίλο του που δεν είχε την ικανότητα να τη επεξεργαστεί.
Τα όρια δεν είναι πάντα ορατά, στο σωστό και το λάθος, όπως λέει και η μητέρα του Μέχιορ: «Είσαι αρκετά μεγάλος, Μέλχιορ, για να μπορείς να ξέρεις τι σου είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό. Κάνε ό, τι θες, αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Θα είμαι η πρώτη που θα σ’ ευγνωμονώ, αν δεν μου δώσεις ποτέ λόγο να πρέπει να σου απαγορεύσω κάτι. Ήθελα μόνο να σε προειδοποιήσω, ότι ακόμα και το καλύτερο μπορεί να επιδράσει αρνητικά, όταν κάποιος δεν διαθέτει ακόμα την ωριμότητα να το απορροφήσει σωστά».
Παρά τον πυρετό των προβών για την πρεμιέρα στις 5 Φεβρουαρίου, η ενδιαφέρουσα συζήτηση, με τον Αντώνη Morgan Κωνσταντουδάκη, συνεχίστηκε. Μου μίλησε για την εμπιστοσύνη που έχει στους νέους ηθοποιούς που συνεργάζεται, πιστεύοντας πως αντιπροσωπεύουν μια γενιά ταλαντούχων, αλλά και ιδιαίτερα καταρτισμένων καλλιτεχνών. Επίσης έμαθα, πως ετοιμάζει ταινία μεγάλου μήκους και η μικρού μήκους ταινία του STYX βρίσκεται στο στάδιο του μοντάζ, ενώ μετά τα μέσα του Μάρτη η NAIL, διοργάνώνει για δεύτερη χρονιά το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Πειραιά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Σε μια εποχή, που οι νέοι νιώθουν πιο μετέωροι από ποτέ. Σε μια εποχή, που υπερπληροφόρηση και η ανεξέλεγκτη χρήση του διαδικτύου μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Σε μια εποχή, με χαμένα ιδανικά και χειραγώγηση της σκέψης όπου εξυπηρετούνται σκοτεινές δυνάμεις και αμφιλεγόμενα συμφέροντα, τα αδιέξοδα είναι πολλά για όλους, πόσο μάλλον για τον κάθε έφηβο. Τον έφηβο, που ανακαλύπτει το σώμα του και διψά για έρωτα, φως, αλήθεια, ελευθερία και βομβαρδίζεται από αντικρουόμενα μηνύματα, βασανίζεται από τις ορμόνες του και την αμφισβήτηση των πάντων, τα πρέπει που δεν κατανοεί και η αλήθεια με το ψέμα, φαντάζουν να έχουν το ίδιο πρόσωπο. Η ζωή, με μάσκα (όπως στο έργο) ή χωρίς, αξίζει να είναι η πλέον δελεαστική επιλογή γι αυτούς. Μια ζωή που θα της δώσουν οι ίδιοι το νόημα κι αυτό θα είναι μια αδιαπραγμάτευτη επιλογή. Η αυτοχειρία δεν είναι στατιστικό αποτέλεσμα κι ούτε αφορμή στιγμιαίας αναφοράς στα ΜΜΕ, ψάχνοντας επιδερμικά αίτιους και υπαίτιους, σε μια κοινωνία που αποποιείται τις ευθύνες της.
@Μαρία Μαυρίδου
«Από τα διάφορα γυμνάσια, που έχουν πληγεί από την επιδημία της αυτοχειρίας, το Υπουργείο Παιδείας έκλεισε προσωρινά κάποια, στα οποία το 25% των μαθητών έπεσαν θύματά της. Είναι καθήκον μας ως φρουροί και προστάτες του Ιδρύματός μας να το διαφυλάξουμε απ’ αυτό το συγκλονιστικό χτύπημα».
“Μπορούμε να λυπόμαστε τους νέους που θεωρούν την εγκράτειά τους ιδεαλισμό και τους γέρους που επιβαρύνουν την καρδιά τους, λόγω στωικής υπεροχής”.
ΒΕΝΤΛΑ – Το Ξύπνημα της Άνοιξης
Παραγωγή: Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Ντίμη Θεοδωράκη
Σκηνοθεσία – Διασκευή: Αντώνης Morgan Κωνσταντουδάκης
Επιμέλεια Μετάφρασης: Ντίμη Θεοδωράκη & Αντώνης Morgan Κωνσταντουδάκης
Πρωτότυπη Μουσική: Ιωάννης Βουδούρης
Φωτισμοί: Αντώνης Morgan Κωνσταντουδάκης
Σκηνικά: Φωτεινή Αλεξοπούλου
Κοστούμια: Eva Doppelgänger
Κινησιολογία: Μαρία Στεφανίδου
Χορογραφία: Βασίλης Σκαρμούτσος
Make Up Artist: Ζηνοβία Ευθυμιάδη & Χρύσα Μιχαηλίδου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Υρώ Μακρή
Βοηθοί Παραγωγής και Επικοινωνίας: Ιωάννα Κουλοχέρη, Αντωνία Φουντή, Φωτεινή Αλεξοπούλου & Νεφέλη Συρίγου
Κινηματογραφικό Μέρος: Ομάδα NAIL
Φωτογραφίες: Σάκης Αναστασόπουλος
Ψυχολογική Ανάλυση Ρόλων: Ιάκωβος Σιανούδης & Εύη Καπασακαλίδη – Ψυχορροπία
Hair Styling Κινηματογράφησης: Χρήστος Νικολής & Χρύσα Μιχαηλίδου
Ερμηνεύουν:
Θεατρικό Μέρος: Λίνα Φούντογλου, Χρηστίνα Γαρμπή, Αλέξανδρος Χούντας, Εύα Φρακτοπούλου
Κινηματογραφικό Μέρος: Ακύλλας Καραζήσης, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Μαρία Σκουλά, Κώστας Ανταλόπουλος, Γιάννης Παπαγιάννης, Δανάη Παπουτσή, Στέλιος Καλαϊτζής, Δημήτρης Όντος, Έλενα Σταματίου, Διονύσης Στραβοράβδης, Φελίς Τόπη, Μαρία Στεφανίδου, Βασιλική Μαυρίδη, Βασίλης Ζώης και Ελένη Μολέσκη.
Πληροφορίες
Παραγωγή: Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Αίθουσα: Φουαγιέ Α’
Πρεμιέρα: 5 Φεβρουαρίου 2018
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 20:30, έως 13/3
Διάρκεια: 120’
Εισιτήρια: € 15, €10 για φοιτητές και € 5 για ανέργους και ΑΜΕΑ
Προπώληση εισιτηρίων: Ταμεία Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και στο Ticketservices.gr