«Πάθη Σωμάτων»: Έκθεση έργων Βασίλη Φωτόπουλου - Σάββα Πουρσανίδη


Το ζωγραφικό έργο του κορυφαίου Έλληνα σκηνογράφου Βασίλη Φωτόπουλου καθώς επίσης και οι άκρως θεατρικές και επιβλητικές συνθέσεις του ζωγράφου Σάββα Πουρσανίδη συνθέτουν την έκθεση «Πάθη Σωμάτων» που  εγκαινιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά , το Σάββατο 10 Μαίου  
Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά πιστό στη δέσμευση του να καταστεί σημείο αναφοράς όλων των τεχνών οργανώνει και παρουσιάζει στους χώρους των φουαγιέ την πρώτη του εικαστική παρέμβαση επιλέγοντας το έργο του Βασίλη Φωτόπουλου.
Αποδίδοντας τιμή στον κορυφαίο μας σκηνογράφο – και κάτοχο Όσκαρ για την ταινία Αλέξης Ζορμπάς (1964)  -  αποδίδει τιμή στη σκηνική μας παράδοση. 
Γιατί δίπλα στον Φωτόπουλο στοιχίζονται ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Κακογιάννης, ο Μινωτής, ο Χατζιδάκης. 
H έκθεση – αφιέρωμα στο Βασίλη Φωτόπουλο περιλαμβάνει μια ενότητα 40 άγνωστων εικαστικών έργων του, τα οποία φιλοξενήθηκαν ήδη σε αντίστοιχη έκθεση της Δημοτικής Πινακοθήκης Καλαμάτας. Οι πίνακες του Φωτόπουλου αποδίδουν το σύμπαν του ζωγράφου το οποίο κυριαρχείται από τη λατρεία της νεότητας αλλά και από την αίσθηση του μάταιου των πραγμάτων. 
Ελεγειακός και βαθιά ανθρώπινος ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει το "αλώνι του κόσμου" με τις ανθρώπινες υπάρξεις να εμφανίζονται για λίγο και έπειτα να χάνονται. 
Η κομψότητα των έργων του δεν κρύβει το δράμα ή και τον τρόμο που συχνά υποβόσκουν. Τα σώματα είναι εκεί έκθετα, αινιγματικά εξωτικά αλλα και έτοιμα να συντριβούν.
Την έκθεση του Βασίλη Φωτόπουλου συμπληρώνουν τέσσερα έργα μεγάλων διαστάσεων του Σάββα  Πουρσανίδη. Στους πίνακες του ζωγράφου πρωταγωνιστούν οι μουσικοί οι οποίοι  γυμνοί σαν αρχαίοι ήρωες παράγουν τέχνη πάνω στη μεγάλη σκηνή του κόσμου. Λίγες φορές στην ευρωπαϊκή τέχνη η ζωγραφική και η μουσική έχουν συνυπάρξει τόσο εκφραστικά.
Οι μουσικοί του Πουρσανίδη με τα σώματα τους τα ίδια σπρώχνουν το σκοτάδι της βαρβαρότητας και επιβάλλουν το φως της τέχνης τους.
Την επιμέλεια της έκθεσης έκαναν ο  Μάνος Στεφανίδης και  η Αλεξάνδρα Μυρεσιώτη 
Την ημέρα των εγκαινίων ο επιμελητής Μάνος Στεφανίδης και ο ζωγράφος Σάββας Πουρσανίδης θα ξεναγήσουν το κοινό στους χώρους της έκθεσης.
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν τέσσερις ξεναγήσεις από τους επιμελητές της έκθεσης. 
Η έκθεση θα διαρκέσει έως την Δευτέρα 30 Ιουνίου και 
θα είναι ανοιχτή  στο κοινό κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. 
Είσοδος ελεύθερη.
Βιογραφικό Βασίλη Φωτόπουλου
O Βασίλης Φωτόπουλος γεννήθηκε το 1934 στην Καλαμάτα. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική είχε αρχίσει με μαθητεία στον Καλαματιανό ζωγράφο Ευάγγελο Δράκο ενώ ως έφηβος είχε μυηθεί στη βυζαντινή αγιογραφία. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ώριμη φάση της ζωής του, η τέχνη αυτή παρέμενε όχι μόνο πηγή έμπνευσης αλλά και συναισθηματικής γαλήνης.
Η πρώτη του επαφή με το θέατρο ήταν με το θίασο του «Ακροπόλ» στο θέατρο «Μπουρνέλλη». Το 1958, ο Κωστής Μπαστιάς, τότε διευθυντής της Λυρικής, του αναθέτει τη σκηνογραφία και το σχεδιασμό των κοστουμιών για την όπερα του Τζ. Μπ. Περγκολέζι «Η υπηρέτρια κυρά». Ήταν η απαρχή της συνεργασίας του με την ΕΛΣ ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου. Δεν αρκέστηκε όμως στο σταθερό αυτό πόστο αλλά άρχισε να ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να δει από κοντά τις εξελίξεις στα εικαστικά και το θέατρο.
Κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τους Μ. Θεοδωράκη, Μ. Κακογιάννη και Μποστ για την «Όμορφη πόλη». Ακολουθεί το άνοιγμα στο εξωτερικό. Κάνει και τα 75 σκηνικά για την ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» μαζί με τον Αμερικανό Τζιν Κάλαχαν. Όμως ο σκηνοθέτης παρέλειψε το όνομα του Φωτόπουλου στους τίτλους. Όταν ο τελευταίος παραπονέθηκε στον Καζάν, εισέπραξε την απάντηση: «Μα ποιος θα πίστευε ότι αυτά τα σκηνικά είχαν γίνει από ένα Ελληνόπουλο...». Έτσι το Όσκαρ με το οποίο βραβεύτηκε η ταινία για τη σκηνογραφία της πήγε στον Κάλαχαν. Τελικά η δικαίωση και διεθνής καταξίωση ήρθε με το «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Φωτόπουλος, στα 30 του μόλις χρόνια, κέρδισε το χρυσό αγαλματάκι για τη σκηνογραφική του δουλειά.
Από το 1964 έως και το 1967 μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής ενώ από το 1967 έως τη μεταπολίτευση έμεινε στις ΗΠΑ με μεγάλες συνεργασίες. Ήρθε στην Ελλάδα μόνο το 1973 για να σκηνοθετήσει την ταινία «Ορέστης». Στη μεταπολίτευση συνεργάστηκε κατ’ αρχάς με τον Ζυλ Ντασσέν, τη Μελίνα Μερκούρη και το Νίκο Κούρκουλο αλλά και με όλους τους καλλιτεχνικούς φορείς, θεατρικούς και μη, αφήνοντας την αισθητική του σφραγίδα σε μεγάλες παραστάσεις.
Από το 1980 αφιερώνεται στο χρωστήρα. Ατομικές εκθέσεις του Βασίλη Φωτόπουλου έχουν γίνει στο Μουσείο Βορρέ (1991), στη γκαλερί «Νέες Μορφές» (1996), στη γκαλερί «Ζουμπουλάκη» (1999). Μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του ιδίου και του αδελφού του είχε κάνει το 1997 ο «Μύλος» της Θεσσαλονίκης. Έργα του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία και σε αρκετές ιδιωτικές συλλογές”.
Η ζωγραφική του Βασίλη Φωτόπουλου
Σημείωμα του επιμελητή της έκθεσης Μάνου Στεφανίδη
Ένας εύκολος χαρακτηρισμός γι αυτήν θα ήταν «εξπρεσιονισμός» ή «μαγικός ρεαλισμός». Όμως το πρόβλημα ερμηνείας αρχίζει ουσιαστικά μετά από την ταξιθέτησή της. Πιο συγκεκριμένα ο Βασίλης Φωτόπουλος, ζωγραφίζοντας, πασχίζει κυρίως να χωρέσει τις μοναχικές φιγούρες του σ’ ένα χώρο ασφυκτικό, απροσδιόριστο. Η δυσφορία του υποκειμένου σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο και προβληματικό.
Όμως το ανθρώπινο σώμα, συχνά παραμορφωμένο ή δύσπλαστο ενέχει εκείνη τη μυστική δύναμη που το δικαιώνει. Ένα μαύρο φως που το κάνει να λάμπει ακόμα και στο έρεβος και που αποκαλύπτει το μυστικό του κάλλος.
Ο Φωτόπουλος παραμένει σ’ όλο του το έργο ένας δημιουργός δισυπόστατος: από τη μια η γνώση του σήμερα, η επαφή του με τις μορφές του μοντερνισμού, η ενστικτώδης αποστροφή του προς οποιαδήποτε ακαδημαϊκή ή διακοσμητική ευκολία. Κι από την άλλη η ακατασίγαστη αναζήτηση να βυθιστεί στο παρελθόν, να επιστρέψει στη μήτρα της παράδοσης εκεί που αισθανόταν ασφαλής κι ολοκληρωμένος, περισσότερο τεχνίτης ταπεινός παρά καλλιτέχνης οιηματίας. Η θεματολογία του, βέβαια, υπήρξε τόσο σύγχρονη όσο και διαχρονική. Το σώμα, η μαρτυρία και το μαρτύριο του, η νεανικότητα και η αναπόφευκτη φθορά της, ο έρως – θάνατος και ο θάνατος ως συνέχεια ζωής. 
Ο Βασίλης Φωτόπουλος υπήρξε ένας πρίγκιπας για τη γενιά του. Μπορούσε να είναι την ίδια στιγμή ασκητικός και πολυτελής, εγκόσμιος αλλά και πέραν του κόσμου, θεόθεν αλήτης, δηλαδή πλάνης και ανέστιος όπως συγχρόνως αριστοκράτης και λάτρης της ζωής στην πιο υψηλή της σημασία. Την πιο υψηλή της εκδοχή. Άλλοτε βυζαντινός και άλλοτε σύγχρονος κοσμοπολίτης, ήξερε επίσης να βιώνει λάθα επειδή κατά βάθος διέθετε απόλυτη επίγνωση της αξίας του. Σε αυτή την επίγνωση οφείλεται και η ταπεινοφροσύνη του.







Αυτοβιογραφικό σημείωμα από τον Βασίλη Φωτόπουλο

Γεννήθηκα στην Καλαμάτα το 1934. Ο πατέρας μου, ένας άντρας σιωπηλός και απόμακρος, λάτρευε τη μάνα μου, όμορφη και ζωντανή γυναίκα. Αυτόν τον έλεγαν Δημήτρη, εκείνη Αγγελική.
Μ’ αγαπούσανε κι ό,τι η εποχή νόμιζε σωστό για την ανατροφή ενός παιδιού, το ’χα. Γιατί μικρός ήμουνα φιλάσθενος, δεν μ’ έστειλαν σχολείο. Είχα δάσκαλο στο σπίτι. Τον Παπαδόπουλο, τον αδερφό της Τιμοκλείας. Αυτός πρόσεξε πως ασταμάτητα μουτζούρωνα τα πάντα κι έπεισε τον πατέρα μου να μου πάρει δάσκαλο ζωγραφικής, το Βαγγέλη το Δράκο.
Παιδιά δεν υπήρχαν στη γειτονιά μας. Δεν έμαθα να παίζω. Όλο διάβαζα ή όλο ζωγράφιζα ή καθόμουνα σε μια πολυθρόνα που ’χα στο δωμάτιό μου, κουνιστή, βιεννέζικη, κι αναπολούσα ώρες.
Οι γονείς της μάνας μου μένανε μαζί μας. Ο Βασίλης και η Αικατερίνη. Ήταν όμορφοι άνθρωποι, συντηρούσαν τις καλύτερες παραδόσεις. Στη μεσσηνιακή γη είχαμε παντού συγγενείς. Μόνο η μάνα μου είχε 51 πρώτα ξαδέρφια. Ο πατέρας μου ίσως περισσότερα. Αγαπούσαμε ιδιαίτερα τους Καλογεροπουλαίους από το Σχοινόλακα και τους Κουντούρηδες από το Μαυρομάτι Ιθώμης. Στα σπίτια τους περνούσαμε μήνες, ιδιαίτερα στους τελευταίους.

Το Μαυρομάτι είναι κτισμένο πάνω στην αρχαία Μεσσήνη. Αυτός ο τόπος με σημάδεψε βαθιά και πάντα με συνοδεύει. Τα σπίτια είναι κτισμένα με τις αρχαίες πέτρες. Τ’ αμπέλια φύτρωναν στις κερκίδες του αρχαίου Θεάτρου και του βουλευτηρίου. Η δέστρα του γαϊδάρου μας ήταν ο χάλκινος κορμός του ανδριάντα ενός ρωμαίου έπαρχου κι η βρύση του χωριού, η Καλλιρρόη, από το ίδιο στόμιο αφήνει το νερό της όσες χιλιάδες χρόνια έχουμε ιστορία και πριν.
Στο τεράστιο μονολιθικό πάνω πρέκι της αρκαδικής πύλης του αρχαίου κάστρου καθόμαστε να πάρουμε το πρωινό μας. Λίγο πιο κει, στα θεμέλια του ναού του Δία, οι παππούδες μας είχανε κτίσει μοναστήρι στ’ όνομα της Παναγίας.
Η τόσο έντονα δηλούμενη συνέχεια ζωής στον τόπο, η ροή του νερού και οι ίδιες λατρείες μ’ έκαναν να νιώθω πως είμαι ένας από τους κρίκους μιας σειράς ανθρώπων. Από μικρό παιδί, ασυνείδητα τότε, παραμέριζα το μικρό εγώ και εντασσόμουνα στο ανθρώπινο όλο.
Ο πόλεμος του ’40 μας βρήκε στο Γιαννιτσά. Ο πατέρας μου, επιστρατευμένος από το Μεταξά ως μηχανικός, βρισκόταν εκεί για τα έργα που του ’χαν αναθέσει και μας είχε πάρει μαζί του. Γυρίσαμε με το τρένο στην Καλαμάτα. Σε λίγο το μέτωπο κατέρρευσε. Την Κατοχή την περάσαμε στα χωριά. 
Ήμουνα δέκα χρονών, όταν γεννήθηκε ο Διονύσης. Είχα αδελφό. Τον αγάπησα. Τον αγαπώ πάντα πολύ.
Ο Εμφύλιος σκότωσε τον πατέρα μου, σκότωσε τον δάσκαλό μου, έντεκα πρώτα ξαδέρφια της μάνας μου, τον άντρας της αδερφής της που μ’ είχε βαφτίσει. Οι δρόμοι γέμισαν νεκρούς φίλους. Φοβήθηκα τον απαίδευτο άνθρωπο. Έγινα μόνος.
Το σπίτι διαλύθηκε οικονομικά.
Ο Δράκος συνέχισε να μου μαθαίνει την τέχνη. Η ζωγραφική ήτανε το καταφύγιό μου και το μοναστήρι του Βουλκάνου ο κρυψώνας μου.
Όποτε δεν είχα μαθήματα, γιατί είχα πάει πια στο γυμνάσιο, ανέβαινα στο Βουλκάνο. Η γαλήνη του χώρου, η καλοσύνη των γερόντων με ηρεμούσαν. Άρχισα να σκέφτομαι. Στ’ άδυτα των ιερών διέκρινα τις αρχαίες χειρονομίες, μάθαινα τη σημασία των συμβόλων, της σκευής, την επίδραση των χρωμάτων, του σωστού φωτισμού, της μελωδίας που συνοδεύει την παράσταση που αιώνια τελείται εκφράζοντας την αγωνία του ανθρώπου για την ταυτότητά του.
Έτσι συνειδητοποίησα την ιερότητα της θεατρικής πράξης.
Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Δασκαλάκης με υπομονή μας εξηγούσε τη σημαντική του τυπικού, τη σημασία της λεπτομέρειας, την επίδραση του ύφους του λειτουργικού-δρώντος προσώπου- ηθοποιού στο λαό-θεατή. Ήτανε ο πρώτος θεατρικός μας δάσκαλος. Στο σχολείο ήμουνα κακός, πολύ κακός μαθητής. Αντίθετα η ζωγραφική μου ωρίμαζε. Δεκατεσσάρων χρονών άρχισα να πουλάω. Όλοι βέβαια πίστευαν πως αυτό θα περάσει. Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, ο δεσπότης ήθελε να με στείλει στη Χάλκη κι η μάνα μου να με διορίσει στη Τράπεζα Κωστοπούλου. Εγώ δήλωσα πως θα συνεχίσω τη ζωγραφική. Η μάνα μου λιποθύμησε, ο δεσπότης δεν μου ξανάπε καλημέρα.
Βρέθηκα στην Αθήνα χωρίς καμία βοήθεια. 
Κάποια σχέδια για τα Κυνηγετικά Νέα, κάποια μεροκάματα από το βάψιμο σκηνικών στου Μπουρνέλη και βασικά το κουβάλημα καφασιών στη λαχαναγορά τα πρωινά, μας δίνανε τα λίγα που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε.
Ήτανε δύσκολη η ζωή και γινόταν πιο δύσκολη, γιατί στην Αθήνα είχα πια τις ευκαιρίες να πληροφορούμε το μέγεθος της ζωγραφικής σαν τέχνη. 
Οι εκθέσεις των μεγάλων, τα βιβλία όριζαν ένα μέγεθος που στην Καλαμάτα δεν το ’χα διακρίνει.
Σε μια φάση απελπισμένος έκαψα τη δουλειά μου και πήγα να δουλέψω σε μια οικοδομή στη Νέα Σμύρνη. Ο μαστρο-Γιώργος, ο εργολάβος, μου ’δωσε να γκρεμίσω έναν τοίχο. Κοπάναγα μ’ ενθουσιασμό όλη μέρα. Το βράδυ είχα το δεξί μου χέρι τουμπανιασμένο και 39 πυρετό. Δεν προσπάθησα ποτέ πια να λιποτακτήσω.
Το 1958, ο Κωστής Μπαστιάς, που ’δε τη δουλειά μου και του άρεσε, θέλησε να κάνει ένα άνοιγμα στους νέους. Είχε μόλις αναλάβει τη Λυρική Σκηνή. Παρά τις πολλές αντιξοότητες, μου ανέθεσε τη Σέρβα Πατρόνα, του Περγκολέζι. Τα σκηνικά άρεσαν. Ακολούθησαν και άλλα έργα. Η Τζοκόντα, ο Φάουστ, η Κασσιανή, η Άλκηστη. Είχαν επιτυχία. Εμένα μ’ έτρωγε πως δεν ήξερα τη δουλειά από μέσα κι έφυγα. Πήγα στην Ευρώπη. Στο Μιλάνο, στο Σάλτσμπουργκ, στο Μόναχο, στο Λονδίνο. Μεγάλα θέατρα, καλοί δάσκαλοι, άλλες οπτικές.
Όταν γύρισα στην Αθήνα έκανα την Όμορφη Πόλη του Θεοδωράκη.
Το ’να έργο ακολούθησε το άλλο.
Τότε η Ελλάδα νικούσε τα μαθηματικά. Έντονες στιγμές γεμάτες προσπάθεια για δημιουργία. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ξεσήκωνε, τα Παιδιά του Χατζηδάκι τα τραγούδαγε όλη η γη. Ο Κούνδουρος έπαιρνε το αρκουδάκι στο Βερολίνο κι η Παξινού με τον Μάνο τα Όσκαρ τους στο Λος Άντζελες. Η Στέλλα της Μελίνας και του Κακογιάννη αναστάτωνε τις Κάννες, που ο Μόραλης τις είχε φτιάξει Ελλάδα.
Ο Σεφέρης έπαιρνε το Νόμπελ, ο Κουν ανέβαζε τις ανεπανάληπτες Όρνιθες και η ζωγραφική του Τσαρούχη κρεμότανε στα σπίτια. Κάθε βιβλίο, κάθε ποιητική συλλογή, κάθε παράσταση συζητιόταν, αποτελούσε γεγονός. Μπαίναμε στο θέατρο, πετάγαμε τα παπούτσια μας, ξεχνάγαμε τον κόσμο και βγαίναμε μετά από μέρες, αφού είχε πάει πρεμιέρα, γεμάτοι.
Τότε έκανα πολλά έργα. Τον Ιούλιο Καίσαρα με τον Κατράκη και τον Κούρκουλο, το Ξυπόλητη στο Πάρκο με τη γλυκειά Λαμπέτη, τον Καραγκιόζη στη Βουλή με τον Κωνσταντίνου και το Βουτσά, την Σούζυ Βογκ με την Αλίκη, τη Γειτονιά των Αγγέλων με την Καρέζη και τον Νίκο τον Κούρκουλο και άλλα πολλά, που δεν τα θυμάμαι.
Έκανα και το Αμέρικα-Αμέρικα του Καζάν, το Ζορμπά του Κακογιάννη. Και οι δύο δουλειές πήρανε όσκαρ σκηνογραφίας κι έτσι βρέθηκα στην Αμερική. Η Νέα Υόρκη με κράτησε εννιά χρόνια. Είναι η Ρώμη. Αυτοκρατορική, αυθάδικη, με τις άκρες του πλούτου και της φτώχειας, τις απίθανες συλλογές έργων τέχνης και τις μεγαλύτερες εκθέσεις των μεγάλων της σύγχρονης μα και περασμένης ζωγραφικής. Σε παιδεύει χωρίς έλεος. 
Ήτανε ζωντανό το κίνημα των παιδιών των λουλουδιών όταν έφτασα. Τα νιάτα στο κέντρο του κόσμου θέλανε έναν όμορφο κόσμο να φτιάξουν και μέσα σ’ αυτόν να ζήσουν. Τους διέλυσαν.
Όταν έφυγα ο φόβος πλανιότανε και η βία πάνω στην πόλη.
Είχα γυρίσει κάποιες ταινίες, μια απ’ αυτές με τον Κόπολα, κι είχα ντύσει μερικές παραστάσεις. Σκηνοθέτησα και μια ταινία, το δικό μου Ορέστη, που αφορμή της ήτανε τα παιδιά των λουλουδιών.
Οι συνταγματάρχες είχαν αποσυρθεί, όταν γύρισα στην πατρίδα. Όλοι πιστεύαμε πως θα συνεχίζαμε από ’κει που ’χαμε μείνει. Αποδείχθηκε πως επτά χρόνια ήταν πολλά. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
Ο Διονύσης είχε αγοράσει ένα σπίτι στις Μηλιές του Πηλίου. Μου το παραχώρησε και πήγα εκεί. Το χωριό είναι πανέμορφο κι έχει πολύ καλούς ανθρώπους. Με βοήθησαν να ξαναβρεθώ στον τόπο μου.
Κάναμε μαζί με τον αδερφό μου την Όπερα της Πεντάρας. Σκηνοθέτης ο Ζυλ Ντάσσεν. Η Μελίνα με το Νίκο τον Κούρκουλο είχαν τους πρώτους ρόλους. Ήταν μια καλή παράσταση. Ακολούθησαν πολλά έργα.
Απ’ αυτά θυμάμαι το Σχολείο Εραστών με τον Γιώργο Μιχαηλίδη, τον Καζανόβα του Ρώμα με τον Νίκο Δημόπουλο, την Πρόσκληση του Τσιγκηρόπουλου με τον Βολανάκη, το Λευκό Γάμο με τον Γιώργο Λαζάνη, την Πάπισσα με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο, το Ληρ με τον Μινωτή, την Εξορία του Παύλου Ματέσι, τη Θυσία του Αβραάμ πάλι με τον Μινωτή.
Κάπου όμως το θέατρο μου φαινόταν αλλιώτικο. Έπαψε να με γεμίζει. Το γύρω με πίεζε. Προβληματιζόμουνα και προβληματίζομαι. Ήθελα να κάνω κάτι. Η ζωγραφική παραμόνευε. Η γραφή της ίσως με βοήθαγε να εκφραστώ.
Δεν μ’ ένοιαζε η τεχνική. Δεν ήθελα να λύσω αισθητικά προβλήματα ούτε να κατακτήσω μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους. Αλλά να πω πως νοιώθω τούτη την ώρα, την άσκημη ώρα. Ανοίξαμε τρύπες στον ουρανό. Η θάλασσα πεθαίνει, τα δελφίνια αυτοκτονούν, τα είδη των ζώων χάνονται το ένα μετά το άλλο, τα δάση ξεραίνονται ή γίνονται χαρτοπολτός. Οι πόλεις είναι ακατοίκητες, από τα πεντέμιση δισεκατομμύρια ανθρώπους μόνο τα τετρακόσια έχουν φαΐ. Οι πόροι του πλανήτη έγιναν όπλα και οι νέοι μένουν άνεργοι, ανενεργοί, απελπισμένοι, δεν τολμούν να χαρούν ούτε την ερωτική σμίξη.
Επιλέγουν στον ίλιγγο της ταχύτητας, τα ναρκωτικά, τη βία ή την αυτοκτονία τη λύση, ενώ τους περιτριγυρίζουν ράκη από ξεσκισμένες σημαίες μιας παρανοϊκής γενιάς, της δικής μου γενιάς.
Αυτές οι γυμνές, απροστάτευτες φιγούρες, που δεν χωράνε στο πλαίσιό τους και κοιτάνε απορημένες το μέγεθος της ανοησίας μας, είναι η δική μου κατάθεση τύψης απέναντί τους. Ζωγραφική σοφή και ωραία, για να καλύψετε το κενό πάνω από τον καναπέ σας, έχετε. 
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1991 για τον κατάλογο της έκθεσης έργων μου στο Μουσείο του Ίωνα Βορρέ στην Παιανία. Είναι αυτονόητο πως ένα βιογραφικό δεν ξαναγράφεται κι ούτε δυστυχώς αλλάζει όσο κι αν το θέλουμε.
Το μόνο που μπορώ να προσθέσω είναι πως από τότε μέχρι σήμερα ο περίγυρος γίνεται όλο και πιο πιεστικός, οι αλλαγές συντελούνται με πρωτόγνωρη ταχύτητα, το άτομο πιέζεται να μπει σε φόρμες που καταργούν την προσωπικότητα. Μόνη ελπίδα οι νέοι που όσο κι αν προσπαθούμε να τους βάλουμε σε καλούπια, αυτοί αντιστέκονται, κραυγάζουν, καταστρέφουν, προκειμένου να μην υποταχτούν σε αποδεδειγμένα αποτυχημένες νοοτροπίες. 
Έχοντας εμείς ευτελίσει κάθε θεσμό, κάθε όραμα και ιδέα, πετύχαμε να τους ελευθερώσουμε από τις δομές υποταγής που συνθέσαμε για να δημιουργήσουμε ένα «ποίμνιο» υπάκουο. Υπάρχει σ’ αυτή την αντίσταση ελπίδα για όλους μας. Δεν είναι από κείνες τις επαναστάσεις που ζηλεύουν απλά τον πλούτο των υλικών αγαθών. Θέλουν να μάθουν, θέλουν να γίνουν ικανοί, θέλουν να ’ναι ελεύθεροι από τις ματεριαλιστικές ανάγκες, για να μπορούν να σκεφτούν και να βρουν τον εαυτό τους. 
Μακάρι.        



  • _fotopoilos_(2)
  • _poirsanidi
  • _poirsanidis
  • _fotopoilos_-fot_1

FOLLOW US

Youtube Instagram
Gravity custom web